Выбрать главу

Τα χείλη της χώρισαν κι εκείνος την έπιασε από τη μέση.

«Έλα μαζί μου», της είπε πάλι.

Η Βαλεντίνα άφησε το χέρι του χαλαρό στη μέση της αλλά γύρισε το κεφάλι στον πατέρα της. Εκείνος είδε την προσπάθεια που έκανε, την ένταση στο λαιμό της.

«Μπαμπά», του είπε, «αν δεν απαιτήσεις την άμεση απελευθέρωση του Λιεβ απόψε κιόλας, θα ζητήσω από κάποιον άλλον να το κάνει».

«Και ποιος μπορεί να είναι αυτός;»

«Ο λοχαγός Τσερνόφ».

«Όχι», είπε γρήγορα ο Ιβάνοφ, «Βαλεντίνα, άκουσε με.

Δεν μπορώ να επιτρέψω το όνομα μας να οφείλει χάρη στους Τσερνόφ, γιατί θα σε περάσουν για αδύναμη κι ανίσχυρη κι ότι δεν αξίζεις για το συμφωνημένο γάμο».

Συμφωνημένος γάμος. Τα λόγια έγδαραν το μυαλό του Γιενς. Πολύ είχε πάει. Με μια απότομη κίνηση άφησε τη Βαλεντίνα. Μια κοφτή υπόκλιση στη μητέρα της -αυτό ήταν όλο- και με μεγάλες δρασκελιές βγήκε από το δωμάτιο.

«Στάσου!»

Ανεβασμένος στην πλάτη του Ήρωα, ο Γιενς είχε κλείσει ταφτιά του για να μην ακούει τις φ«νές της. Έπρεπε να τρέξει με το άλογο ακόμα πιο γρήγορα, να βγάλει απ’ το μυαλό του την εικόνα του γεμάτου γλύκα αλλά και προδοσία στόματος της. Η καρδιά μου ποτέ δεν θανήκει στο λοχαγό Τσερνόφ, του είχε υποσχεθεί. Στη ζωή της αδελφής της, του είχε ορκιστεί. Ίσως να του ανήκε η νυφική της παστάδα, αλλά όχι και η καρδιά της.

«Γιενς!»

Ήρθε τρέχοντας μες στο σκοτάδι στην αυλή του στάβλου κι άρπαξε το πόδι του απτον αναβολέα, κι αν εκείνος δεν πρόσεχε, θα μπορούσε να τη σύρει μαζί του. Κοίταξε κάτω κι είδε το χλομό της πρόσωπο, τους ώμους της νανατριχιάζουν μέσα στο κρεμ μετάξι κι ένιωσε την καρδιά του να γίνεται κομμάτια.

«Αντίο, Βαλεντίνα».

«Μη φεύγεις».

«Δεν έχω κανένα, λόγο να μείνω».

«Γιενς, σαγαπάω». Τα μάτια της θόλωσαν και δάκρυα χαράκωσαν τα μαγουλά της. «Μόνο εσένα αγαπάω».

Εκείνος της χαμογέλασε θλιμμένα, έσκυψε και φίλησε την κορφή του κεφαλιού της.

«Φαίνεται ότι η αγάπη εσένα δεν σου φτάνει».

Με μια κλοτσιά το άλογο έφυγε μπροστά, τόσο απότομα, που παραλίγο να σπάσει το χέρι της Βαλεντίνας, ενώ ταυτόχρονα κάτι έσπαγε και μέσα του. Δεν γύρισε να κοιτάξει ούτε μία φορά πίσω του.

Το γραφείο του πατέρα της ήταν ίδιο όπως πάντα, γεμάτο χαρτιά και το κουτί με τα πούρα του ανοιχτό. Έξω στην είσοδο, εκείνη άκουγε τον ψίθυρο μιας σκούπας που γυάλιζε τα μάρμαρα, το βήχα ενός λακέ, το τρίξιμο ενός σκαλιού.

Οι ίδιοι ήχοι. Λες και τίποτα δεν είχε αλλάξει, λες κι ο κόσμος της δεν είχε γίνει κομμάτια πάνω στην πλακοστρωμένη αυλή που οδηγούσε στους στάβλους. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στα λόγια του πατέρα της, αλλά σταφτιά της ηχούσαν τα φαρμακερχ λόγια του Γιενς: Δεν έχω κανένα λόγο να μείνω. Το μοναδικό που μπορούσε να δει ήταν τα μάτια του. Το αποτύπωμα από τη μυώδη του γάμπα ήταν χαραγμένο στα σφιγμένα χέρια της και δεν ήθελε να τα ξεσφίξει μήπως και το χάνε- ήταν ό,τι της είχε απομείνει από κείνον.

«Μπαμπά», τον διέκοψε από τη δουλειά του, «δεν υπάρχει "συμφωνημένος γάμος"».

Εκείνος έβαλε και το δυο του χέρια πάνω στο γραφείο κι ακούμπησε όλο του το βάρος σαυτά, είχε ανάγκη να στηριχτεί.

«Βαλεντίνα, αρκετά προβλήματα έχω ήδη, μη μου δημιουργείς κι άλλα». Μίλησε τόσο ήρεμα, που εκείνη ένιωσε ναποθαρρύνεται.

«Πολύ καλά, μπαμπά. Όμως, καταρχάς, κανόνισε το θέμα με τον Λιεβ. Σε παρακαλώ, τηλεφώνησε».

Εκείνος δεν έφερε αντίρρηση. Πήγε στο μαύρο τηλέφωνο που κρεμόταν στον τοίχο του γραφείου του, σήκωσε το ακουστικό και ζήτησε από την τηλεφωνήτρια να του πάρει ένα νούμερο. Με όποιον κι αν μίλησε, ο διάλογος ήταν σύντομος, λίγες κοφτές εντολές. Η Βαλεντίνα άκουσε τις λέξεις «αρχηγός της Αστυνομίας», αλλά τίποτάλλο. Όταν γύρισε στο γραφείο του, ο πατέρας της σωριάστηκε στην καρέκλα του, ακούμπησε τους αγκώνες του κι έπιασε με τα δυο του χέρια το πιγούνι του. Την κοίταξε και τα μάτια του ήταν τρομαγμένα.

«Εντάξει», της είπε. «Τώρα φύγε».

«Μπαμπά, δεν μπορούσαμε ναφήσουμε τον Λιεβ στα χέρια της Οχράνας».

Εκείνος βόγκηξε κι έχωσε το πρόσωπο του μες στις παλάμες του. Στην κορφή του κεφαλιού του τα μαλλιά του είχαν αρχίσει ναραιώνουν και στη θέα αυτής της μικρής αδυναμίας εκείνη ένιωσε μια απίστευτη λύπη να την κατακλύζει.

«Μπαμπά, θέλω να καταλάβεις ότι δεν πρόκειται να παντρευτώ το λοχαγό Τσερνόφ. Τίποτα δεν θα με κάνει να πάω στον αυτοκρατορικό χορό στα Χειμερινά Ανάκτορα μαζί του».

Το πνιχτό βογκητό ξαν’ ακούστηκε, αλλά το κεφάλι του δεν το σήκωσε.

«Εγώ, όμως, έχω ανάγκη να πας».

Εκείνη κούνησε το κεφάλι της.

«Λυπάμαι πολύ, μπαμπά». Και κίνησε να πάει προς την πόρτα.

«Βαλεντίνα», μουρμούρισε ο πατέρας της, «εκείνος δεν έχει λεφτά».

«Ποιος δεν έχει λεφτά;»

«Ο μηχανικός σου».

Ένας πιο δυνατός χτύπος ταρακούνησε την καρδιά της.