Выбрать главу

Το ένα της χέρι απόμεινε πάνω στην πόρτα.

«Έχει αρκετά».

«Ίσως αρκετά για σένα, αλλά όχι για μένα».

Το πιγούνι του ήταν κρυμμένο μες στις χούφτες του, τα μάτια του την παρατηρούσαν κι εκείνη διέκρινε ότι το χρυσό του δαχτυλίδι με τη σφραγίδα του είχε κάνει σημάδι στο δέρμα του.

«Μπαμπά, τι τα θέλεις εσύ τα χρήματα του;» Έδειξε γύρω της το δωμάτιο, τα εξαιρετικά κυνηγετικά όπλα στον τοίχο, τους γαλλικούς πίνακες με τα τοπία, τα δερματόδετα βιβλία πάνω στα ράφια. «Δεν μπορώ να καταλάβω. Γιατί;»

Τα μάτια του θόλωσαν, από καστανά έγιναν σκούρα, μαύρα. Οι φλεβίτσες κοντά στις φαβορίτες του έγιναν πιο κόκκινες κι εκείνη παρατήρησε ότι το στόμα του κρέμασε. Για μια στιγμή σκέφτηκε ότι είχε πάθει εγκεφαλικό.

«Μπαμπά;»

Η σιωπή όλο και μεγάλωνε, μέχρι που ακούμπησε στους τοίχους.

«Μπαμπά;»

Πήγε προς το μέρος του αλλά εκείνος σηκώθηκε όρθιος.

«Πολύ καλά, λοιπόν. Θα σου πω γιατί χρειάζομαι τα χρήματα, Βαλεντίνα. Είναι απλό. Είμαι χρεοκοπημένος. Είμαι πνιγμένος στα χρέη. Χρέη στις τράπεζες. Χρέη στους τοκογλύφους. Ακόμα και στους κλέφτες τους Εβραίους εμπόρους. Σε οποιονδήποτε θα μπορούσε να μου πάρει χρεωστικό ομόλογο». Έκανε παύση. «Θα σου πω μόνο πως αν δεν παντρευτείς το λοχαγό Τσερνόφ, θα πάω στη φυλακή για κατάχρηση. Η μητέρα σου θα πεθάνει και θα θαφτεί στο νεκροταφείο απόρων και η αγαπημένη σου αδελφή θα καταλήξει στο δρόμο». Μια βαθιά ανάσα βγήκε από μέσα του, σαν να τα κράταγε όλα αυτά κρυμμένα εδώ και πολλούς μήνες, και της έριξε μια γρήγορη ματιά. «Αυτό θέλεις, Βαλεντίνα;»

Ο Αρκίν ήταν πεσμένος στο πάτωμα. Το κρεβάτι του ήταν ένας μπόγος σακιά πάνω σε μια πλάκα και για κουβέρτα του είχε ένα ιερατικό άμφιο. Μια μικρή φλογίτσα σπίθιζε από ένα κερί που ήταν δίπλα του. Ήταν ειρωνεία να είναι εδώ, εδώ στο σπίτι του Θεού, και να ζητάει καταφύγιο από Αυτόν που περιφρονούσε και που του ήταν πολύ δύσκολο να νιώθει ευγνωμοσύνη - όπως έκανε πάντα κι η μητέρα του.

Ξάπλωσε ανάσκελα και φαντάστηκε την εκκλησία με τις εικόνες της και τους πιστούς που βρίσκονταν από πάνω του.

Να τον προστατεύουν. Σπασίμπα. Ευχαριστώ. Η λέξη τον έκαψε κι άνοιξε τα χείλη του για να την αφήσει να φύγει.

Ένας αρουραίος έτρεξε μέσα στις σκιές, τα νύχια του έγδερναν σαν τις σπάθες το πέτρινο πάτωμα. Σπάθες στοίχειωναν το μυαλό του, κοφτερές σε ό,τι έβρισκαν, είτε κοιμόταν είτε ήταν ξύπνιος. Ο ώμος του τώρα τον πονούσε λιγότερο αλλά ο πόνος στην καρδιά του χειροτέρευε όσο περνούσε η ώρα. Κοίταξε τα μεγάλα μαύρα δοκάρια πάνω από το κεφάλι του, ενώ το μυαλό του ταξίδευε αλλού. Το δωμάτιο δεν είχε θέρμανση κι έκανε τόσο κρύο, που του ήταν αδύνατον να κοιμηθεί - όχι ότι ήθελε βέβαια με όλα αυτά που σκεφτόταν.

«Σπασίμπα», είπε δυνατά. «Ευχαριστώ».

Αυτή τη φορά το «ευχαριστώ» δεν ήταν για το Θεό.

Ήταν για τον πατέρα Μορόζοφ που του έδωσε καταφύγιο.

Ο Μορόζοφ ισχυριζόταν ότι ήταν ένας υπηρέτης του Θεού, αλλά έκανε λάθος. Ήταν ένας αληθινός υπηρέτης του ρωσικού λαού και κανένας τσάρος δεν θα μπορούσε να κουμαντάρει έναν τέτοιο άνθρωπο.

Ζεστό και βαρύ αναπαυόταν δίπλα του το μικρό πιστόλι του με τη μαργαριταρένια λαβή. Η προδοσία ήταν κάτι που ο Αρκίν δεν μπορούσε να συγχωρήσει.

«Βίκτορ Αρκίν, έλα μέσα».

Η γυναίκα του Σεργκέγιεφ άνοιξε την πόρτα και τον καλωσόρισε μένα ζεστό χαμόγελο. Τον κοίταξε. ο Αρκιν έψαχνε κάτι να πει. Εκείνη έμοιαζε να έχει μεταμορφωθεί. Από μια γκρίζα κι ασουλούπωτη κάμπια είχε μεταμορφωθεί σε ζωηρή και χαρούμενη πεταλούδα. Η ζωντάνια ξεχείλιζε από μέσα της. Τα μαλλιά της ήταν άλουστα, τα ρούχα της μουντά όπως πάντα, αλλά ακόμα κι έτσι εκείνη έλαμπε. Το να αποκτάς δικό σου παιδί σου τα κάνει όλα αυτά; Έτσι ικανοποιείς την πείνα που σου τρώει τα σωθικά σου; Πολύ ήθελε να γυρίσει την πλάτη του και να φύγει, μα δεν το έκανε.

«Γεια σου, Βίκτορ. Χαίρομαι που σε βλέπω».

Ο Σεργκέγιεφ άπλωσε το χέρι του, όμως ο Αρκίν δεν το πήρε. Έσκυψε στο τραπέζι κι είδε ένα ροδαλό φασκιωμένο μωρό να είναι μέσα σένα συρτάρι σιφονιέρας. Όλα πάνω του ήταν τόσο μικρά: τα δαχτυλάκια του, η μύτη του, το μυτερό μικρό σαγανάκι του, ταφτάκια του σαν φτεράκια πουλιού, οι βλεφαρίδες του σαν μικρές χρυσές κλωστίτσες.

Ένας πόνος του έσκισε το στήθος κι η ανάσα του βγήκε με το ζόρι.

«Τη λένε Νατάσα».

«Ωραία».

«Είναι πανέμορφη».

«Συγχαρητήρια». Κοίταξε προσεκτικά τη μητέρα κι ένιωσε αμηχανία. Ήταν αδύνατη αλλά τα στήθη της ήταν πρησμένα κι εκείνος ένιωσε έναν απροσδόκητο πόθο γιαυτήν.

Βιαστικά, έστρεψε το βλέμμα του στον Σεργκέγιεφ. «Μπορούμε να μιλήσουμε μόνοι μας;»

Ζούσαν σένα και μοναδικό δωμάτιο κι αυτό μικρό, κρεβάτι και τραπέζι στριμωγμένα δίπλα στο τζάκι. Το μέρος ήταν καθαρό και μύριζε κουκουνάρια και στο πάτωμα υπήρχαν πολύχρωμα χειροποίητα πολοβίκι, όμως ο σοβάς στον τοίχο τριβόταν και ραγίσματα όμοια με γραμμές τρένου υπήρχαν παντού. Το «μόνοι μας» δεν ίσχυε εκεί μέσα.