«Ό,τι θες να πεις, μπορείς να το πεις μπροστά στη Λαρίσα. Κάνει πολύ κρύο για να πάμε έξω». Ο Σεργκέγιεφ κάθισε σε μια καρέκλα για να τονίσει τα λεγόμενα του. «Ξέρει για εμάς κι αυτά που κάνουμε».
«Ξέρει;»
«Ασφαλώς».
Ο Σεργκέγιεφ ήταν εκνευρισμένος, απέφευγε να μείνει μόνος μαζί του.
«Πώς είναι το χέρι σου;» ρώτησε ήρεμα ο Αρκίν.
«Τίποτα το σπουδαίο».
Η Λάρισα στεκόταν πάνω απ’ το μωρό, αφηρημένη, με το ένα της χέρι να το ακουμπάει, λες και φοβόταν μην της φύγει, και μένα χαμόγελο ικανοποίησης στο πρόσωπο της.
Ο Αρκίν κοίταξε αλλού.
«Σύντροφε, είσαι τυχερός», του είπε ήρεμα. «Έχασες που δεν ήσουν στη μάχη ανάμεσα στους ανειδίκευτους και στο στρατό».
«Κρίμα. Άκουσα ότι τα πράγματα ήταν άσχημα».
«Ήταν χειρότερα από άσχημα».
«Κρίμα», είπε ξανά ο Σεργκέγιεφ. Η ματιά του ήταν καρφωμένη στο συρτάρι. «Εσύ τραυματίστηκες;»
«Λίγα κοψίματα μόνο, τίποτα σπουδαίο».
«Πότε δεν φανταζόμασταν ότι τα καθίκια θα επιτίθονταν σαυτά τα παιδιά, έτσι δεν είναι;»
«Ναι. Κάναμε λάθος».
Μια σιωπή γεμάτη θλίψη πλημμύρισε το δωμάτιο. Ο Σεργκέγιεφ ανάσαινε βαριά.
«Γιατί το έκανες;» τον ρώτησε ο Αρκίν.
«Τι έκανα;»
«Να τους προδώσεις».
Η Λάρισα έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα. «Σύντροφε Αρκίν, παρτο πίσω αυτό», του είπε άγρια.
Αλλά ο Σεργκέγιεφ δεν μίλησε, κοιτούσε μόνο το συρτάρι.
«Γιατί;» ρώτησε ξανά ο Αρκίν. «Οι στρατιώτες μας περίμεναν. Έτοιμοι να επιτεθούν. Γιατί το κάνες;»
«Για το μωρό», ψιθύρισε ο Σεργκέγιεφ.
Η Λάρισα έβαλε το χέρι της μπροστά στο στόμα της.
Ο Σεργκέγιεφ δεν την κοίταξε.
«Η Οχράνα μέπιασε ξανά εκείνο το βράδυ που μας είχαν συλλάβει. Βίκτορ, όταν εσύ κι εγώ χωρίσαμε, με στρίμωξαν σαν το ποντίκι στη γωνία. Με χτύπησαν μέχρι που ξανάγινε σμπαράλια το χέρι μου. Μαπείλησαν ότι θα μ έριχναν στη φυλακή τους να σαπίσω. Κι η Λάρισα; Και το μωρό που περιμέναμε; Έπρεπε να το κάνω». Κοίταξε τον Αρκίν. «Φίλε μου», είπε σκληρά ο Σεργκέγιεφ, «δεν ξέρεις τι είναι ναγαπάς κάποιον ακόμα και πάνω απ’ τη ζωή σου.
Πάνω κι από τα πιστεύω σου. Δεν μπορούσα ναφήσω τη γυναίκα μου και το παιδί μου να πεθάνουν από το κρύο στους δρόμους».
Η Λάρισα έκλαιγε σιωπηλά. Το μωρό ένιωσε τη στενοχώρια της κι άρχισε να ουρλιάζει.
«Σύντροφε», είπε ο Αρκίν με αυστηρή φωνή, «ας συνεχίσουμε έξω αυτή την κουβέντα. Η γυναίκα σου και το παιδί σου δεν χρειάζεται ν’ ακούσουν κι άλλα».
Τον πλησίασε και τον σήκωσε. Την ώρα που έβγαιναν από το δωμάτιο η Λαρίσα είχε πάρει το μωρό στα χέρια της, το κεφαλάκι του ακουμπούσε κάτω από το πιγούνι της και του ψιθύριζε γλυκά λογάκια για να το ησυχάσει. Του Αρκίν η εικόνα αυτή του καρφώθηκε στο μυαλό. Έξω στο δρόμο οι άντρες περπάτησαν αρκετά χωρίς να μιλάνε. Το χιόνι είχε σταματήσει, αλλά είχε καλύψει τις στέγες με χοντρές κουβέρτες που προσπαθούσαν να κυλήσουν κάτω στους ανυποψίαστους πεζούς που περπατούσαν στα πεζοδρόμια. Έτσι ήταν η Ρωσία. Ορμούσε πάνω σου, σε σκέπαζε, σε κατέστρεφε αν της το επέτρεπες.
«Φίλε μου.» πήγε να πει ο Σεργκέγιεφ.
«Δεν είμαι φίλος σου».
«Βίκτορ, σε παρακαλώ, εγώ.»
«Πρόδωσες τους ανειδίκευτους. Μας εμπιστεύτηκαν κι αυτή η εμπιστοσύνη τους σκότωσε. Και πρόδωσες κι εμένα. Είπες στην Οχράνα ότι είχα κρύψειτις χειροβομβίδες στο γκαράζ των Ιβάνοφ».
«Όχι, όχι, όχι, δεν είπα για σένα, Βίκτορ. Ήθελα να κατηγορήσουν τους Ιβάνοφ».
«Μην παίζεις μαζί μου, "σύντροφε"».
Τώρα περνούσαν σένα από τα σκοτεινά αδιέξοδα που βρίσκονταν πίσω από τα σπίτια, γεμάτα παγωμένη λασπουριά και ψόφιους αρουραίους. Ο Βίκτορ σταμάτησε. Χωρίς ναλλάξει έκφραση έβγαλε το μικρό πιστόλι από το παλτό του, το βαλε στο κεφάλι του Σεργκέγιεφ και πάτησε τη σκανδάλη. Τράβηξε το άψυχο κορμί στο αδιέξοδο κι απομακρύνθηκε. Η εικόνα της Λάρισας με το μωρό στην αγκαλιά τον ακολούθησε.
26
Η Βαλεντίνα έκανε αέρα μένα λευκό φτερό κύκνου καθώς ανέβαινε το κλιμακοστάσιο του Ιορδάνη. Το πράγμα είχε επισημοποιηθεί: Ήταν πόρνη. Προσφορά στον καλύτερο πλειοδότη. Χρήματα στο τραπέζι; Την παίρνεις, είναι δική σου.
Ο αυτοκρατορικός χορός στο Χειμερινό Ανάκτορο ήταν μια απίστευτη επίδειξη μεγαλείου και παράλογου πλούτου, ένα από τα σπουδαιότερα γεγονότα της σεζόν της Αγίας Πετρούπολης. Οι άκαμπτες πολυτελείς προσκλήσεις σε χαρτί πανάκριβο, με τυπωμένους πάνω τους χρυσούς δικέφαλους αετούς, ήταν το πιο επιθυμητό πράγμα στην πόλη κι ο ανταγωνισμός για την εξασφάλιση τους ήταν φοβερός.
Εκατοντάδες πολυέλαιοι φώτιζαν ολόκληρο το παλάτι και το φως τους αντανακλούσε στους καθρέφτες και στα χρυσά βάζα. Η Μαρία, η ανιψιά της κόμισσας Σερόβα, της ψιθύρισε ότι οι ορχιδέες είχαν έρθει από την Κριμαία μέσα σε ειδικά βαγόνια τρένων, αλλά η Βαλεντίνα ούτε που έδωσε σημασία. Είχε έρθει στο χορό, είχε κάνει αυτό που της είχε ζητήσει ο πατέρας της. Δίπλα της η Μαρία έβγαζε μικρές κραυγούλες έκπληξης καθώς διέσχιζαν την Αίθουσα του Νικολάου.