«Βαλεντίνα», είπε, «νομίζω ότι πεθάναμε και είμαστε στον παράδεισου.
«Εγώ έχω πεθάνει και είμαι στην κόλαση».
«Μη γίνεσαι γελοία. Κοίτα όλους εκείνους τους γοητευτικούς αξιωματικούς που περιμένουν πώς και πώς να γίνουν ανάρπαστοι».
Το πλήθος των καλεσμένων φάνταζε στα μάτια της Βαλεντίνας σαν ένα πολύχρωμο φως. Οργιώδη δέντρα λεμονιάς και πορτοκαλιάς και ψηλοί φουντωτοί φοίνικες έκαναν παρέλαση μπροστά της. Έκανε αέρα στο πρόσωπο της και αγνόησε τη στρατιά από πρίγκιπες και πριγκίπισσες, δούκες και κομήτες, και τους επισκόπους.με τα πορφυρενια τους άμφια και τα μακριά λευκά πέπλα.
Θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να είμαι εδώ. Η σκέψη και μόνο την τάραξε. Θυμήθηκε την Κάτια που είχε προσπαθήσει να κόψει τις φλέβες της μένα ψαλίδι κι ανατρίχιασε παρά την υπερβολική ζέστη.
Η Μαρία της έσφιξε το μπράτσο.
«Είσαι νευρική;»
«Όχι, γιατί θα πρεπε να είμαι νευρική;»
«Γιατί ο Στεφάν σου θα είναι σε λίγο εδώ. Και οι γονείς του, ο κόμης Τσερνόφ κι η γυναίκα του».
«Ο Στεφάν μου». Οι λέξεις έπαιξαν στο στόμα της Βαλεντίνας.
«Γιατί το λες έτσι;»
«Για να αναγκαστώ να το πιστέψω κι εγώ».
Η Μαρία κοίταξε γύρω της παραξενεμένη.
«Δεν έχει έρθει ακόμη».
Ο στρατός στεκόταν κορδωμένος στις υπέροχες αίθουσες με τις πλουμιστές του στολές, αξιωματικοί από όλα τα συντάγματα. Κοζάκοι στα κατακόκκινα, λογχοφόροι στα μπλε. Δεν διέκρινε πουθενά το λοχαγό Τσερνόφ.
«Μαρία», της είπε, «θα ήθελα να πιω κάτι».
Η βότκα έκανε τη δουλειά της - είχε και κράνμπερι μέσα.
Κι αυτό της έφτιαξε το κέφι. Το είχε διαλέξει από μια σειρά με κρυστάλλινα ποτήρια με διάφορα αρώματα, με ξύσμα λεμονιού, με πιπερόριζα, με κράνμπερι. Ο λακές σχεδόν έχυσε τα ποτά πάνω στη χρυσή του στολή όταν τον σταμάτησε και του κουνήθηκε ο ασημένιος δίσκος του. Η Μαρία ρουφούσε το λάιμ της και κοιτούσε τη φιλενάδα της με ορθάνοιχτα μάτια.
«Βαλεντίνα», της είπε σιγανά, «ντροπή σου».
Η Βαλεντίνα γέλασε, έκπληκτη κι η ίδια που μπορούσε ακόμη να βγάζει τέτοιους ήχους.
«Ντρέπομαι ήδη, δεν το έχεις καταλάβει ακόμη;»
Βρήκε έναν κίονα, ένα μονοκόμματο ιταλικό μάρμαρο που δεν επρόκειτο να πέσει με τίποτα. Στάθηκε εκεί με την πλάτη της, δεν ακουμπούσε ακριβώς -μόνο στους άντρες επιτρεπόταν ν’ ακουμπούν στους κίονες ή στις πόρτες- αλλά άγγιζε τον λευκό κίονα με τη σόλα του σατέν παπουτσιού της και με την άκρη του αγκώνα της, ίσα να μπορεί να στέκεται όρθια. Ένιωθε τα πόδια της να μην την κρατάνε κι αυτό την ξάφνιασε.
Η Μαρία είχε φύγει. Η Βαλεντίνα δεν ήξερε πότε ακριβώς συνέβη αυτό, αλλά μόλις την είδε να μιλάει στην άλλη άκρη της αίθουσας μέναν αξιωματικό κοίταξε δίπλα της και βρήκε το κενό. Η Βαλεντίνα είχε γίνει εξπέρ στο να εντοπίζει τους ασημένιους δίσκους που γύριζαν σόλο το χώρο κι ανταποκρίνονταν όταν έβλεπαν σηκωμένο φρύδι.
Ξαφνιάστηκε κι η ίδια που ένιωθε ζεστή κι άνετη. Όχι ακριβώς ναρκωμένη αλλά στο τσακ, κι η τρομερή μαύρη άβυσσος που πριν από λίγο έχασκε κάτω από τα πόδια της είχε εξαφανιστεί, όπως ακριβώς η Μαρία. Το μόνο που σκεφτόταν τώρα ήταν ο Γιενς. Το χαμόγελο του. Το μάγουλο της στο γυμνό του στήθος, το καρδιοχτύπι του πάνω στο κεφάλι της μέχρι ναποκτήσουν ακόμη κι οι σκέψεις της τον ίδιο ρυθμό με την καρδιά του.
«Βαλεντίνα, σέψαχνα».
«Λοχαγέ Τσερνόφ, καλησπέρα».
Του άπλωσε το χέρι κι εκείνος το γύρισε ανάποδα και φίλησε την παλάμη της. Λες και του ανήκε. Η μουσική έπαιζε το «Χορό των μικρών κύκνων» από τη «Λίμνη των κύκνων» του Τσαϊκόφσκι κι εκείνη κοίταξε σένα από τα θεωρεία για να δει την ορχήστρα. Ο λικνιστικός ήχος της προκάλεσε ένα δυνατό πόνο στο στήθος,,έναν πόνο που νόμιζε ότι τον είχε πνίξει στη βότκα.
«Βαλεντίνα, απόψε είσαι πανέμορφη».
Το πρόσωπο του άστραφτε από ζωντάνια κάτω από τους πολυέλαιους κι εκείνη προσπάθησε να φανταστεί πώς θα ήταν να βλέπει κάθε μέρα αυτό το πρόσωπο, μέχρι το τέλος της ζωής της.
«Λοχαγέ.»
«Σε παρακαλώ, λέγε με Στεφάν».
«Στεφάν, πάμε να περπατήσουμε μέχρι να έρθουν οι αυτοκράτορες;»
Της έτεινε το μπράτσο του.
«Τιμή μου να έχω αυτή την ευχαρίστηση».
Με αρκετό ενδοιασμό εγκατέλειψε τον κίονα αλλά ακούμπησε στο μπράτσο του, στην ήρεμη ασφάλεια. Το να περπατάνε στις αίθουσες ήταν μια καλή ιδέα. Σήμαινε ότι δεν χρειαζόταν να βλέπει το πρόσωπο του.
Ο Στεφάν Τσερνόφ ήταν ευγενικός και περιποιητικός. Για μισή ώρα του επέτρεψε να τη σεργιανίσει στις διάφορες αίθουσες, ενώ ασταμάτητα της έλεγε τη γνώμη του για τα στρατιωτικά τεκταινόμενα.