«Ο τσάρος θα μπορούσε να εξωπετάξει το στρατηγό Λεβίτσκι, είναι γέρος και ξεχασιάρης, και να τον αντικαταστάσει με τον.» Είχε βαρεθεί να τον ακούει. Τη σύστησε στον Μακάροφ, τον υπουργό των Εσωτερικών, και στον πρωθυπουργό Στολίπιν, ένα μεγαλόσωμο άντρα με φαλακρό κεφάλι, περιποιημένο μουσάκι και έξυπνα μάτια. Του χαμογέλασε κι εκείνος της το ανταπέδωσε με ευχαρίστηση.
«Τσερνόφ, έχεις ένα διαμάντι δίπλα σου. Φρόντισε να την προσέχεις».
Λες κι ήταν ένα πολύτιμο αντικείμενο που το γυαλίζουν για να το δείξουν στους άλλους κι όταν νυχτώσει το κλειδώνουν στο κουτί του. Όταν ο Στεφάν την πήγε στους γονείς του, εκείνη σφίχτηκε στο μπράτσο του για να κάνει μια αδέξια υπόκλιση ενώ τα μάτια της έβλεπαν πουλάκια. Στις εννέα, ακριβώς, ο τσάρος Νικόλαος και η τσαρίνα Αλεξάνδρα, Αυτοκράτωρ και Αυτοκράτειρα Πασών των Ρωσιών, αναγγέλθηκαν από το Μεγάλο Τελετάρχη της αυτοκρατορικής Αυλής, το βαρόνο Βλαντιμίρ ντε Φριντέριτς. Η Βαλεντίνα τρόμαξε όταν εκείνος χτύπησε το πανύψηλο εβένινο ραβδί του τρεις φορές και φώναξε δυνατά: «Οι Αυτών Μεγαλειότητες».
Ο λοχαγός Τσερνόφ της χαμογέλασε και της χτύπησε απαλά το χέρι. Εκείνη σκέφτηκε ότι είχε άγιο που φορούσε τα μακριά βραδινά της γάντια. Δεν ήθελε ναγγίξει τη σάρκα της αυτός.
Η αυτοκρατορική συνοδεία πέρασε από μπροστά τους αργά, λαμποκοπούσαν μέσα στα κοσμήματα και τα παράσημα. Εκατό και παραπάνω στην παρέλαση, μεγάλοι δούκες και μεγάλες δούκισσες περπατούσαν κορδωμένοι λες και τους ανήκε ολόκληρος ο κόσμος. Σίγουρα τους ανήκε η Ρωσία. Η γροθιά των Ρομανόφ την είχε τόσο γερά γραπωμένη, που η Βαλεντίνα δεν μπορούσε να καταλάβει πώς μια χούφτα τρισάθλιοι εργάτες θα μπορούσαν να τους την αποσπάσουν. Πάντως είχε εντυπωσιαστεί. Η Ρωσία ήταν ασφαλής. Οι επαναστάτες δεν είχαν καμιά ελπίδα να αναλάβουν τον έλεγχο της χώρας.
«Εσύ δεν χρειάζεσαι κοσμήματα», της ψιθύρισε στο αφτί ο Τσερνόφ. «Είσαι πιο όμορφη κι από το ομορφότερο διαμάντι».
Η Βαλεντίνα τράβηξε το χέρι της από το μπράτσο του.
«Πού ξέρεις εσύ τι χρειάζομαι;» τον ρώτησε.
Χόρευαν με τις ώρες, αλλά η Βαλεντίνα θα προτιμούσε να χορεύει παρά να κάθεται. Η επήρεια της βότκας άρχισε να περνάει, σαν την άμπωτη που φεύγει κι αφήνει πίσω της κοφτερούς κι απότομους βράχους.
Πώς ήταν δυνατόν να της το είχε κάνει αυτό ο πατέρας της; Ήθελε να ξεσκίσει το μεταξωτό κρεμ φόρεμα της που ήταν κεντημένο με εκατοντάδες πέρλες. Άξιζε χιλιάδες ρούβλια. Κι όλα τα άλλα φορέματα μες στην ντουλάπα της; Στην ντουλάπα της μητέρας της; Όλα με δανεικά χρήματα. Κι εκείνη η τρομερή λέξη που έκανε τα γόνατα της να κόβονται, την καρδιά της να παύει να χτυπάει. Καταχραστής. Ο πατέρας της ήταν υπουργός Οικονομικών του τσάρου με τα χέρια του χωμένα μέσα στα χρηματοκιβώτια των Ρομανόφ.
«Γιατί είσαι τόσο σοβαρή;» τη ρώτησε ο Τσερνόφ και της έσφιξε το χέρι. Χόρευαν βαλς και την κρατούσε μέναν κατακτητικό τρόπο.
«Κοιτούσα», του απάντησε, «τις τόσες διαφορετικές στολές που υπάρχουν απόψε εδώ. Τι αρειμάνιο έθνος είμαστε».
Της χαμογέλασε με επιείκεια.
«Αγαπητή μου Βαλεντίνα, θα πρέπει να καταλάβεις ότι η Ρωσία είναι μια χώρα που έχει κρατηθεί ενωμένη σε όλη την πορεία της ιστορίας της όχι χάρη στους νόμους της και στον πολιτισμό της, αλλά χάρη στο στρατό της».
«Νόμιζα ότι το είχαμε ξεπεράσει αυτό. Και το εμπόριο και η γεωργία μας;»
Εκείνος γέλασε αγνοώντας την άποψη της.
«Καμία σχέση. Η Ρωσία είναι και πάντα θα είναι ένα στρατιωτικό κράτος».
Χόρευε καλά, την πήγαινε χορεύοντας σόλη την αίθουσα με μεγάλη ευκολία. Αλλά εκείνη δεν είχε τελειώσει ακόμη.
«Άκουσα ότι μερικοί ανειδίκευτοι εργάτες δέχτηκαν επίθεση τις προάλλες στα ντεπό των τρένων».
«Όχι ακριβώς επίθεση, απλώς πήρανε το μάθημα τους».
«Γιατί, τι έκαναν;»
«Βαλεντίνα». Της μίλησε απότομα. «Όχι τώρα».
«Στεφάν, ήσουν με τους Ουσάρους που επιτέθηκαν στους ανειδίκευτους;»
Της ανταπέδωσε τη ματιά με πολύ αυστηρό βλέμμα.
«Ναι, ήμουν». Σταμάτησε και την κοίταξε προσεκτικά.
«Έχεις να κάνεις κάποιο σχόλιο σχετικά μαυτό;»
«Όχι», απάντησε εκείνη ήρεμα, «δεν έχω κανένα σχόλιο».
Τα μεσάνυχτα σερβιρίστηκε το δείπνο. Η Βαλεντίνα δεν έφαγε σχεδόν τίποτα. Στρογγυλά τραπέζια είχαν στρωθεί στην αίθουσα συναυλιών, με χρυσά μαχαιροπίρουνα και λευκά δαμασκηνά τραπεζομάντιλα με ανάγλυφο τον αετό των Ρομανόφ. Σε κάθε τραπέζι υπήρχε μια κενή καρέκλα για να κάθεται ο τσάρος Νικόλαος ανάμεσα στους καλεσμένους του. Όμως όλα αυτά τα ζακούσκι, τα ορντέβρ και οι φασιανοί την αηδίασαν κι έτσι ζήτησε συγγνώμη, σηκώθηκε από το τραπέζι και πήγε σ’ έναν προθάλαμο όπου μια γυναικεία φιγούρα με τουαλέτα στεκόταν κοντά σένα ψηλό παράθυρο και χάζευε τη νύχτα. Η Βαλεντίνα πλησίασε και στάθηκε ακριβώς πίσω της.