Выбрать главу

«Καλησπέρα, κόμισσα Σερόβα».

Η κόμισσα γύρισε κι η Βαλεντίνα είδε το ποτήρι με το κονιάκ στο χέρι της.

«Η πιανίστρια και πάλι, υποθέτω. Τι κάνεις εδώ έξω;»

τη ρώτησε.

«Ζεστάθηκα».

Η κόμισσα ήπιε μια γουλιά από το ποτό της κι ένα μικρό χαμόγελο προσδοκίας έκανε την εμφάνιση του.

«Διψάς;»

«Ναι».

«Έλα μαζί μου».

Η Βαλεντίνα ακολούθησε την κομψή φιγούρα σένα μακρύ τραπέζι στο διπλανό δωμάτιο. Στο κέντρο ένα δελφίνι φτιαγμένο από πάγο που πηδούσε στον αέρα ούτε που τράβηξε την προσοχή της Βαλεντίνας. Μια σειρά από ποτά σε κρυστάλλινα ποτήρια ήταν παρατεταγμένα στη σειρά: τονωτικά, λεμονάδα και φρέσκοι χυμοί στα δεξιά, κρασί και οινοπνευματώδη στα αριστερά.

«Ένα ποτήρι κρασί;» της πρότεινε η κόμισσα. «Ή μήπως κάτι πιο δυνατό;»

«Νομίζω πως θα πάρω χυμό ροδάκινου». Η Βαλεντίνα πήρε ένα ψηλό ποτήρι και το ακούμπησε στα χείλη της.

«Τόσο δροσιστικό».

Τα γκρίζα μάτια της κόμισσας συννέφιασαν. Ήταν εμφανές ότι πίστευε πως θα έπειθε τη Βαλεντίνα να πιει. Δάγκωσε τα χείλη της κι απομακρύνθηκε κουρασμένη από το παιχνίδι. Η Βαλεντίνα όμως παρέμεινε. Είχε δροσιά εκεί.

Έβαλε ένα κομμάτι πάγο στο μέτωπο της και συνέχισε να πίνει το ποτό της. Όταν ο χυμός είχε φτάσει στη μέση, πήρε ένα άλλο ποτήρι από το τραπέζι, διαφορετικό αυτή τη φορά, κι έριξε μέσα το χυμό του ροδάκινου.

αΈλειπες ώρα», της είπε κατσουφιασμένος ο Στεφάν Τσερνόφ με τα φρύδια του σηκωμένα, την ώρα που η Βαλεντίνα καθόταν στη θέση της. «Μήπως είσαι αδιάθετη;»

«Όχι, όχι καθόλου». Του χαμογέλασε. «Συνάντησα την κόμισσα Σερόβα και διαφωνούσαμε σχετικά με το ποιος από τους στρατιωτικούς σας φοράει την πιο κομψή στολή».

«Ελπίζω να είπες οι Ουσάροι».

«Ασφαλώς». Χάιδεψε με το χέρι της το λαιμό της για να δει τα μπλε του μάτια νακολουθούν την ίδια διαδρομή.

«Λες να πρόσεξα τις άλλες στολές;»

Εκείνος γέλασε κι άρχισε να της λέει μια ιστορία για ένα στοίχημα σε μια κοκορομαχία, όμως η Βαλεντίνα δεν έδωσε την παραμικρή σημασία.

«Πάω να σερβιριστώ άλλο ένα ποτό», του ανακοίνωσε.

«Θα πω σε κάποιον να σε σερβίρει».

«Σ’ ευχαριστώ, αλλά όχι. Λίγη κίνηση θα μου κάνει καλό».

«Κάνε γρήγορα». Της έδειξε ένα κοντινό τραπέζι όπου καθόταν ο τσάρος Νικόλαος. «Η Μεγαλειότητα του θα μας κάνει την τιμή να καθίσει μετά και στο δικό μας τραπέζι».

Καθώς διέσχιζε βιαστική τις επιχρυσωμένες πόρτες μια σκέψη της πέρασε από το μυαλό: Στον Τσερνόφ άρεσε να της λέει τι να κάνει.

 

27

Ο Γιενς κάπνιζε ένα από τα τσιγάρα του τσάρου Νικολάου με το μονόγραμμα του. Προσπάθησε να σκεφτεί πώς είναι να έχεις τα αρχικά σου τυπωμένα ή ανάγλυφα ή κεντημένα παντού γύρω σου. Είχε έρθει στον αυτοκρατορικό χορό μόνο για να ευχαριστήσει τον υπουργό Νταβίντοφ - δεν είχε καμιά όρεξη για γλέντια. Παρόλα αυτά είχε μιλήσει για δουλειές στους ανθρώπους που είχε μαζέψει ο Νταβίντοφ σε έναν από τους πιο μυστικούς προθάλαμους, μέχρι που η αίθουσα είχε ντουμανιάσει από τους καπνούς, και στο τέλος τους είχε σφίξει τα χέρια. Ακόμα κι έτσι, όμως, δεν τους εμπιστευόταν. Στην Πετρούπολη δεν έπρεπε να εμπιστεύεσαι κανέναν.

Ούτε καν ένα ζευγάρι γελαστά μάτια. Έκανε μια γκριμάτσα κι έσβησε το τσιγάρο του.

«Τι συμβαίνει απόψε με σένα;» τον ρώτησε ο Νταβίντοφ.

«Μοιάζεις λες κι είσαι έτοιμος ναρχίσεις να δαγκώνεις».

«Μίλησα με τους αναθεματισμένους τους χρηματοδότες σου για τα οικονομικά. Μην περιμένεις να σου κάνω κι εσένα χαρούλες».

Ο υπουργός Νταβίντοφ χασκογέλασε κι ανακίνησε το κονιάκ μέσα στο ποτήρι του. Το γερακίσιο του πρόσωπο έμοιαζε κεφάτο, πράγμα σπάνιο.

«Γυναίκα πρέπει να ευθύνεται για την κατάσταση σου», δήλωσε.

«Τι σε κάνει να το λες αυτό;»

«Σέχω δει να δουλεύεις, Φρίις, κι έχω δει πώς ρισκάρισες τη ζωή σου στους αναθεματισμένους τους υπονόμους σου. Σέχω δει σε κακή διάθεση και χιλιοσκοτισμένο. Αλλά ποτέ μου δεν σέχω δει έτσι. Κοιτάξου να δεις πώς είσαι».

Και οι δύο άντρες φορούσαν μαύρες ρεντιγκότες με χρυσά πέτα, αλλά του Γιενς ήταν τσαλακωμένη και πεταμένη στη χρυσοΰφαντη καρέκλα με τα μανίκια γυρισμένα από την ανάποδη.

«Είμαι εδώ για δουλειές», γρύλισε ο Γιενς. «Τίποτάλλο».

Την ώρα που άναβε άλλο ένα τσιγάρο, μια γυναίκα μπήκε στην αίθουσα. Σ’ έναν αυτοκρατορικό χορό οι κυρίες έπρεπε να φοράνε λευκά ή κρεμ, κι αυτή ήταν άλλη μία ανάμεσα στις πολλές κομψές κρεμ τουαλέτες, όμως ο τρόπος που περπατούσε κάτι του θύμισε, ένα υπεροπτικό παράστημα κάπως ανυπόμονο που καθόλου δεν του άρεσε.