Выбрать главу

«Κόμισσα Σερόβα». Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και υποκλίθηκε πάνω απ’ το τεντωμένο της χέρι.

«Γιενς, γιατί θάφτηκες εδώ μέσα; Δεν το ξέρεις ότι το μικρούλι σου ζωάκι παίζει πιάνο για την Αυτού Μεγαλειότητα του;» Το χαμόγελο της ήταν εξίσου κοφτερό με τα νύχια της γάτας, «θα πρέπει να βιαστείς. Τους έχει όλους καθηλωμένους».

Δεν μπορούσε να τη βοηθήσει. Λες κι έβλεπε ένα γατάκι να πνίγεται. Τα χέρια πάλευαν, το στόμα προσπαθούσε να πάρει αέρα, κύματα αδυσώπητης περιφρόνησης την έλουζαν, ο χλευασμός ήταν διάχυτος. Όταν πρωτομπήκε μέσα νόμιζε ότι η Βαλεντίνα έπαιζε με το ακροατήριο της, αστειευόταν μαζί τους χτυπώντας λάθος νότες. Αλλά δεν επρόκειτο για αστείο. Καθόταν στην άκρη του σκαμνιού μπροστά σένα πιάνο με ουρά, και η θέα της ξέσκισε την καρδιά του Γιενς.

Η απόδοση της ήταν μια καταστροφή. Η Βαλεντίνα, κανονικά, θα έπρεπε να μπήξει τα κλάματα και να φύγει τρέχοντας από το δωμάτιο. Αλλά δεν έκανε τίποτα από αυτά, καθόταν εκεί με τα δόντια σφιγμένα. Κι παιζε. Το κεφάλι της και τα χέρια της έδειχναν να μην έχουν καμιά απολύτως σχέση μεταξύ τους. Έπαιζε την «Ωδή στη χαρά» του Μπετόβεν και δεν θα μπορούσε να είχε διαλέξει πιο ακατάλληλο για την περίσταση κομμάτι: Δεν υπήρχε καμιά χαρά στην αίθουσα. Στη μια πλευρά και σε χρυσοποίκιλτες καρέκλες κάθονταν με τυπικό ύφος ο τσάρος κι η τσαρίνα, περιτριγυρισμένοι από καμιά εκατοστή, ίσως και παραπάνω, ανθρώπους της υψηλής κοινωνίας της Αγίας Πετρούπολης που είχαν μαζευτεί στη μικρότερη αίθουσα όπου έπαιζε πριν η ορχήστρα με τις μπαλαλάικες. Οι ψίθυροι γλιστρούσαν ανάμεσα στους τοίχους.

-Βαλεντίνα, αγάπη μου, αν μπορούσα, να σου δώσω τα δάχτυλα μου, θα σου τα έδινα.

Ο τσάρος Νικόλαος τράβηξε με ενόχληση το μικρό περιποιημένο γένι του κι ο εκνευρισμός του έγινε εμφανέστερος. Τελικά, σηκώθηκε χωρίς λέξη, έδωσε το χέρι του στη γυναίκα του και βγήκανε από το δωμάτιο. Πολλοί καλεσμένοι ακολούθησαν κι ο Γιενς πρόσεξε ότι η κόμισσα ήταν από τους πρώτους που έφυγαν.

Ανάθεμα σας, αγενέστατοι, παίζει ακόμη, προσπαθεί ακόμη.

Στην πρώτη σειρά καθόταν ο λοχαγός Τσερνόφ και το πρόσωπο του ήταν μια κατακόκκινη μάσκα, ίδιο χρώμα με τη στολή του. Ο Γιενς ένιωσε νανακατεύονται τα σωθικά του. Θα πρέπει να ήταν αλήθεια αυτά που είπε ο πατέρας της Βαλεντίνας, ο γάμος θα πρέπει ήδη να είχε κανονιστεί γιατί ο λοχαγός την έβλεπε σαν επέκταση του εαυτού του, αποδεχόταν την ταπείνωση της λες κι ήταν δική του. Ο Γιενς τον σιχάθηκε. Όχι για την αλαζονική του εικασία ότι η συμπεριφορά της είχε αντίκτυπο σαυτόν, αλλά για το γεγονός ότι αυτός ο άντρας ένιωθε ταπεινωμένος. Δεν στενοχωριόταν για τη Βαλεντίνα, δεν συνέπασχε για την άσχημη θέση της. Δεν ήταν καθόλου πρόθυμος να κόψει για χάρη της το δεξί του χέρι ή να την πάρει και να φύγουν τρέχοντας. Απλώς ήταν ταπεινωμένος. Ντρεπόταν γιαυτήν.

Η μουσική σταμάτησε απότομα κι ο Γιενς ξέσπασε σε χειροκροτήματα, κι ύστερα πλησίασε το πιάνο.

«Βαλεντίνα Ιβάνοβα», της είπε με δυνατή φωνή, «πόσο μεγαλόψυχο εκ μέρους bu να δεχθείς να μας παίξεις ενώ είσαι αδιάθετη».

Εκείνη σήκωσε τα μο.τια της και τον κοίταξε. Δεν ήταν δακρυσμένη. Σήκωσε το σκαμπό, κι έβαλε το ένο πιγούνι της, ίσιωσε την πλάτη της, σηκώθηκε με όλη την κομψότητα που τη διέκρινε απ’ το χέρι της στον κρόταφο για να δείξει ότι υπέφερε από ελαφρύ πονοκέφαλο. Του χαμογέλασε, κι εκείνος της πρόσφερα το μπράτσο του. Χωρίς καθόλου να βιάζονται πέρασαν ανάμεσα από τους γεμάτους στολίδια και φτερά καλεσμένους και κατευθύνθηκαν προς την πόρτα. Εκείνη δεν έριξε ούτε μια ματιά στο λοχαγό Τσερνόφ.

Ο Γιενς την κρατούσε. Μύριζε το άρωμα στα μαλλιά της και τη δυστυχία στην ανάσα της. Την κρατούσε σφιγμένη πάνω του μέχρι που εκείνη έπαψε να τρέμει και το κεφάλι της έμεινε ακίνητο αντί να κουνιέται συνεχώς πάνω στο κολάρο του.

«Βαλεντίνα.» Της φίλησε το αφτί της που έκαιγε. «Ξέχασε τους όλους. Ούτε ένας από αυτούς δεν αξίζει να στενοχωριέσαι για χάρη του». Τη φίλησε στο κεφάλι και την τράβηξε στην κόγχη ενός μαρμάρινου κίονα. «Ήσουν υπέροχη».

«Ήμουν απαίσια».

«Όχι, ήσουν καταπληκτική. Ενώ είχες πιει τον άμπακο, εξακολουθούσες να παίζεις και κατάφερες αυτό το κομμάτι να μοιάζει με Μπετόβεν».

«Τα ηλίθια δάχτυλα μου έκαναν ένα εκατομμύριο λάθη».

«Κανείς δεν το πρόσεξε».

«Τι;» Το κεφάλι της σηκώθηκε, τα μάτια της δεν εστίαζαν εντελώς. Της πήρε ένα λεπτό για να διακρίνει το πειρακτικό του ύφος και μετά ξέσπασε κι εκείνη σε γέλια. «Λες ότι ο τσάρος δεν πρόσεξε τίποτα;»

«Ούτε κατά διάνοια».

«Δόξα τω Θεώ».

Το κορμί της μέσα στην κρεμ μεταξωτή τουαλέτα ακούμπησε πάνω του, ζεστό και δοτικό, και το χέρι του την έστησε στα πόδια της καθώς εκείνη έριχνε πίσω το κεφάλι της από τη χαρά που έλειπε από το συγκεκριμένο κομμάτι που είχε παίξει. Γελούσε κι ένιωθε την υπερένταση να εξατμίζεται.