«Ψεύτη», του είπε βραχνά.
Εκείνος έσυρε τα χείλη του στην καμπύλη του λαιμού της και στήριξε το κεφάλι της που έγερνε πίσω.
«Έλα», της ψιθύρισε. «Έλα μαζί μου τώρα».
Εκείνη έδεσε τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό του κι ο Γιενς της σήκωσε απαλά το πιγούνι και την κοίταξε βαθιά μες στα σκούρα της μάτια. Ήταν μισόκλειστα, μια αχνή ηλιαχτίδα κάτω από τα βλέφαρα της.
«Θες να με παντρευτείς;» τη ρώτησε.
«Φίλα με πρώτα».
Διψασμένος για τα φιλιά της πίεσε τα χείλη του στα δικά της κι εκείνη ανταποκρίθηκε με όλο το πάθος, τη μανία και τη χαρά που κανονικά θα πρεπε να ξεχειλίζει κι από τη μουσική της.
«Γιενς», του μουρμούρισε, «πάμε έξω να δούμε ταστέρια. Ρώτα με ξανά όταν θα είμαστε κάτω από ταστέρια».
Απόψε είχε συννεφιά, αλλά δεν είχε καμιά σημασία.
Εκείνος για χάρη της θα της περιέγραφε ένα ένα ταστέρια, το κάθε φεγγοβολή μα τους που άστραφτε στους μακρινούς τους κόσμους.
Η Βαλεντίνα σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τον φίλησε στο στόμα.
«Γιενς Φρίις, ρώτα με πάλι», του ψιθύρισε.
Ένα χτύπημα στο πρόσωπο του απέσπασε την προσοχή του από τη Βαλεντίνα. Τινάχτηκε σαν να τον δάγκωσε φίδι και τίναξε τη γροθιά του στο μπράτσο με τη στολή που τον χαστούκιζε με το γάντι του. Όταν είδε τον κάτοχο του γαντιού, το αίμα των Βίκινγκ ζωντάνεψε στην καρδιά του.
Το σφυρί του θεού Θωρ τον χτύπησε κατάστηθα.
«Λοχαγέ Τσερνόφ», είπε, «με προσβάλλεις».
Το γάντι πετάχτηκε στα πόδια του.
«Πάρε τα χέρια σου από πάνω της!» ούρλιαξε ο Τσερνόφ. Το στόμα του είχε στραβώσει από το θυμό. «Πάρε τα χέρια σου από πάνω της, αλλιώς ορκίζομαι στο Θεό ότι θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια αυτή τη στιγμή, εδώ, μπροστά στον τσάρο».
«Για δοκίμασε».
«Σταματήστε», είπε κλαίγοντας η Βαλεντίνα. Είχε αρπάξει το μπράτσο του Γιενς κι εκείνος δεν μπορούσε να την ξεκολλήσει από πάνω του. «Σας παρακαλώ», φώναξε, «ας τους σταματήσει κάποιος».
Έφτασαν κι άλλοι ένστολοι -ο Νταβίντοφ θυμωμένοςενώ βρισιές κι άγριες φωνές ακούγονταν όλο και πιο κοντά τους. Ο Γιενς ούτε που έδωσε σημασία.
«Απαιτώ ικανοποίηση», είπε κοφτά ο Τσερνόφ, ενώ δυο αξιωματικοί με μπλε στολές τον κρατούσαν σφιχτά. «Οι μάρτυρες μου θα σε επισκεφτούν αύριο».
«Θα είναι μεγάλη η ευχαρίστηση μου.
«Όχι». Η Βαλεντίνα στεκόταν μακριά κι από τους δυο, κάτωχρη. «Ορκίζομαι ότι δεν θα παντρευτώ κανέναν σας αν μονομαχήσετε».
Ο Γιενς ένιωσε να τη χάνει μέσα απτα δάχτυλα του, να του γλιστράει σαν την άμμο. Δεν ήταν διατεθειμένος να τη χάσει μαυτό τον τρόπο, τώρα. Αργά, με πολύ αυτοέλεγχο, γύρισε στο λοχαγό Τσερνόφ, έσμιξε τις φτέρνες του σε μια κοφτή υπόκλιση κι έτεινε το χέρι του. Ο Τσερνόφ δίστασε, κοίταξε με απορία για ένα δευτερόλεπτο τη Βαλεντίνα, λες και προσπαθούσε να εκτιμήσει την αξία της, και μετά απρόθυμα ανασήκωσε τους ώμους και του έδωσε το χέρι. Κανείς δεν μιλούσε.
«Δόξα τω Θεώ». Η Βαλεντίνα αναστέναξε με ανακούφιση και κούνησε το κεφάλι της. «Τι είναι αυτό που μετατρέπει τους λογικούς άντρες σε πολεμικές μηχανές;»
Κανείς από τους άντρες δεν της απάντησε, κι εκείνη τους γύρισε την πλάτη κι απομακρύνθηκε με όση αξιοπρέπεια της είχε απομείνει.
«Αύριο», μουρμούρισε τραχιά μέσα απ’ το στόμα του ο Γιενς όταν εκείνη δεν μπορούσε πια να τους ακούσει. «Θα περιμένω νέα σου αύριο».
Φως και κίνηση της τρέλαιναν το μυαλό. Το άλλο πρωί η Βαλεντίνα περπατούσε με πολλή προσοχή στα στενά σκαλοπάτια, τα χέρια της στερεωμένα και τα δυο στους τοίχους, τα μάτια της αλληθώριζαν ακόμα και στο σκοτάδι. Αν μπορούσε να κρατήσει εντελώς ακίνητο το κεφάλι της, υπήρχε μια πιθανότητα να τα καταφέρει νανέβει. Αλλά στα μισά σκαλοπάτια ένα ποντίκι πέρασε πάνω από τα παπούτσια της με τέτοια ταχύτητα που εκείνη μπουρδουκλώθηκε.
«Τσιορτ!» βλαστήμησε. «Να σε πάρει ο διάολος!»
«Ποιος είναι εκεί;» ακούστηκε μια φωνή από ψηλά.
Τα τύμπανα σταφτιά της χτυπούσαν τόσο δυνατά, που την πονούσαν.
«Σςς, μη φωνάζεις». Ανέβηκε και τα τελευταία σκαλιά τρέχοντας άγαρμπα από φόβο μην κουτρουβαλιαστεί και βρεθεί κάτω στους στάβλους. Μόνο όταν έφτασε, άνοιξε τα μάτια της εντελώς και κοίταξε γύρω της με περιέργεια. Δεν είχε ξανάρθει στα καταλύματα των ιπποκόμων. Ένας μακρύς, σκονισμένος διάδρομος απλωνόταν μπροστά της.
Φεγγίτες πάνω αριστερά επέτρεπαν με πολλή οικονομία να μπαίνει το φως του ήλιου, αλλά δεξιά υπήρχε μια σειρά από μικρά χωρίσματα, όλα με πόρτα. Μία ήταν κλειστή. Τη χτύπησε.
«Δίνε του».
«Τσιορτ!» έβρισε πάλι αυτή. «Δεν ήρθα μέχρι εδώ για το τίποτα, ανάθεμα σε». Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε.
Το φως ήταν ελάχιστο, ευτυχώς, τα παράθυρα μικρά και μες στη βρόμα. Το δωμάτιο -πολύ επιεικής χαρακτηρισμός για το χώρο- μύριζε αλογίλα και ιδρωτίλα. «Ώστε ζεις ακόμα, Λιεβ. Τελικά δεν κατάφεραν να σεξοντώσουν».