Выбрать главу

«Τα ζιζάνια ποτέ δεν πεθαίνουν».

«Κοίτα, σου φερα κάτι».

Μέσα από ένα σάλι που ήταν τυλιγμένο γύρω από τη μέση της έβγαλε ένα μπουκάλι βότκα κι ένα πακέτο τσιγάρα. Τα μαύρα μάτια του Ποπκόφ γυάλισαν. Καθόταν σε μια κακόσουρτη καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι του, αλλά δεν έδειχνε να είναι καλά. Τα μάτια του ήταν μελανιασμένα, η μύτη του σπασμένη και στραβοκολλημένη κι είχε πολλά κοψίματα στο μέτωπο και στα χείλη του. Καθώς πήγε να πάρει το μπουκάλι, η Βαλεντίνα πρόσεξε ότι του έλειπε ένα νύχι, μαύρο ξεραμένο αίμα υπήρχε στη θέση του. Ένιωσε τη χολή νανεβαίνει στο στόμα της.

«Η βότκα είναι καλή, είναι από την κάβα του πατέρα μου». Του χαμογέλασε. «Δεν είναι σαν αυτό το κωλόπραμα που μου δωσες εσύ».

Εκείνος γέλασε και κατέβασε μια μεγάλη γουλιά, αναστενάζοντας μευχαρίστηση.

«Το μόνο φάρμακο που χρειάζομαι», μουρμούρισε.

«Λιεβ, πώς είσαι; Αλήθεια τώρα. Πονάς πολύ;»

Εκείνος την παρατήρησε μέσα απτα πρησμένα του μάτια.

«Θα ζήσω». Πήρε το μπουκάλι. «Θες λίγη;»

«Όχι, ευχαριστώ».

«Μου φαίνεται ότι τη χρειάζεσαι». Χασκογέλασε, κι εκείνη είδε το πρόσωπο του να συσπάται από τον πόνο και να τρίβει τα πλευρά του. Πήγε να κάνει κάτι, αλλά σταμάτησε.

«Δεν το λες και σπίτι αυτό το μέρος, ε;»

«Εμένα μου είναι αρκετό».

Ένα κρεβάτι, μια καρέκλα, ένα ράφι και μερικοί γάντζοι στους τοίχους. Αρκετό; Ο Ποπκόφ ήταν είκοσι δύο χρόνων, ενήλικος, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος της, και αυτά που είχε θεωρούσε ότι του ήταν ήδη αρκετά.

«Υπάρχει νερό εδώ μέσα;» τον ρώτησε.

«Στην αυλή του στάβλου».

«Πάω να φέρω λίγο».

αΜην κουράζεσαι».

Σκέφτηκε τα σκαλιά κι ένιωσε να την πιάνει κράμπα στο στομάχι.

«Δεν κουράζομαι. Χρειάζεσαι περιποίηση».

Κατέβηκε, πήγε και στο σπίτι και τελικά γύρισε μένα πορσελάνινο μπολ γεμάτο ζεστό νερό κι ένα πιάτο με μαύρο ψωμί και τυρί. Κάτω από τη μασχάλη της είχε ένα πακέτο επιδέσμους και γάζες από την αδελφή Σόνια, που έκανε πικρόχολα σχόλια ότι τα χαραμίζανε σαυτόν το «βρομερό Κοζάκο». Ο Ποπκόφ γκρίνιαζε δυνατά ενώ η Βαλεντίνα του έπλενε τις πληγές, του ίσιωσε τη μύτη όσο καλύτερα μπορούσε και του έβαλε επιδέσμους όπου έκρινε εκείνη, αλλά εκείνος αρνήθηκε πεισματικά να βγάλει οτιδήποτε άλλο εκτός απ’ το πουκάμισο του.

«Μην είσαι γελοίος», τον κατσάδιασε εκείνη, «είμαι νοσοκόμα. Είμαι συνηθισμένη να.»

«Είσαι κορίτσι».

Του χαμογέλασε και υποχώρησε. Την ώρα που του έβαζε ένα μακρύ επίδεσμο στην πλάτη του, που είχε γίνει μια πληγή από το μαστίγιο, τον ρώτησε από περιέργεια: «Τώρα τους μισείς; Τους άντρες που σου έκαναν αυτό το πράγμα;»

«Την Οχράνα;» Κι έφτυσε στο πάτωμα. Αίμα. «Πάντα μισούσα την Αστυνομία. Δεν άλλαξε τίποτα. Το ίδιο μισώ κι εκείνους τους δολοφόνους τους μπολσεβίκους». Έφτυσε πάλι.

«Αλλά, Λιεβ, αν μισεις και τις δυο πλευρές, σε ποια θα μπορείς να βρεις στήριγμα, ποια θα πιστεύεις;»

Τα μάτια του άνοιξαν από έκπληξη.

«Στον εαυτό μου, βεβαίως».

«Έπρεπε να το ξέρω». Γέλασε κι ένιωσε το κεφάλι της να γυρίζει. Μόλις συνήλθε και τέλειωσε το μπαντάρισμα, μάζεψε το μπολ και στάθηκε δίπλα στην πόρτα ακουμπώντας στην κάσα της. Του είχε αφήσει ένα σωληνάριο αλοιφή δίπλα στο κρεβάτι του. «Καλύτερα;»

Εκείνος γρύλισε και κατέβασε άλλη μια γουλιά βότκα.

Η Βαλεντίνα γύρισε να φύγει.

«Αυτός ο δικός σου, ο μηχανικός. Μου έσωσε τη-» ο Ποπκόφ έκοψε τη φράση στη μέση. Τα λόγια είχαν κολλήσει στο λαιμό του. «Το ξέρω», του απάντησε ήρεμα εκείνη. «Το ξέρω. Ο Γιενς Φρίις είναι χαρούμενος που είσαι ζωντανός».

Ο Ποπκόφ κούνησε το μπανταρισμένο του κεφάλι.

«Δεν θα μείνει για πολύ ζωντανός αν δεν κάνεις κάτι».

Εκείνη πάγωσε.

«Για λέγε μου».

«Μονομαχία».

«Όχι, δεν είναι αλήθεια».

«Το λένε παντού. Για σένα. Για τον καβγά. Ο ξανθόψειρας με το χνούδι στη μούρη τρελαίνεται για το αίμα. Πέρσι σκότωσε δύο άντρες σε μονομαχίες».

«Όχι, Λιεβ, κάνεις λάθος. Τα συμφώνησαν. Είπαν ότι δεν πρόκειται να γίνει τίποτα».

Ο Ποπκόφ κούνησε το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά απογοητευμένος.

«Σου είπα, είσαι κορίτσι. Σε γαμήσανε στα ψέματα».

Η Βαλεντίνα άκουγε το τρίξιμο του σιδερένιου ασανσέρ κι ο ήχος του έκανε τις τρίχες του κεφαλιού της να σηκώνονται όρθιες. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που επέστρεφε στους υπονόμους του Γιενς. Φορούσε την κάπα της στολής της και την έσφιξε γύρω της για να κρατήσει έξω τις μνήμες που είχαν ξυπνήσει πάλι.

Δεν κάθισε στην καρέκλα του γραφείου του Γιενς αλλά προτίμησε να μείνει όρθια. Πήγε και στάθηκε δίπλα στο παράθυρο και με τα γεμάτα λαχτάρα μάτια της κοιτούσε έξω στην αυλή. Έσφυζε από δουλειά: Εργάτες με τα κασκέτα τους σκαρφάλωναν από τα βάθη της γης και πετάριζαν τα μάτια τους στο φως του ήλιου, όπως οι τυφλοπόντικες. Οι γυναίκες φορούσαν μαντίλια στα κεφάλια κι έσπρωχναν βαγόνια με μπάζα πάνω σε μεταλλικές ράγες. Όλοι τους ήταν αδύνατοι, το χρώμα τους ήταν γκρίζο κι όλοι φορούσαν στολές με μουντά χρώματα. Ήταν αδύνατο να τους ξεχωρίσεις. Έτσι ήταν κι ο Γιενς κάθε μέρα; Όταν εκείνη έφτασε, αυτός δεν ήταν στο γραφείο του και κάποιος υφιστάμενος του είχε πάει να τον φωνάξει.