«Τσάι;» προσφέρθηκε ο υπάλληλος.
«Όχι, ευχαριστώ».
Ο υπάλληλος επέστρεψε στο χαρτομάνι του κι η Βαλεντίνα απόμεινε να περιμένει. Ο ουρανός ήταν ξέθωρος και πολύ βαρύς, κι ένα πουλί έκοβε βόλτες μόνο του με τις λεπτές του φτερούγες πάνω απτην πόλη. Άκουσε τα γρήγορα βήματα του Γιενς πριν τον δει κι ένιωσε το σφυγμό της να γίνεται πιο γρήγορος. Μόλις την είδε, ήρθε δίπλα της με δυο μεγάλες δρασκελιές.
«Συμβαίνει κάτι;»
«Ναι».
Εκείνος γύρισε στ( χέρι να φύγει. Ο υπό σχόλιο με το κεφάλιι πόρτα.
«Τι συι.
3αινει;»
ν υπάλληλο και του έκανε νόημα με το λληλος έφυγε χωρίς να κάνει κανένα του στραμμένο σαυτούς, μήπως κι έπιανε καμιά κουβέντα τους μέχρι να κλείσει πίσω του την Ήταν σκυμμένος από πάνω της και το ενδιαφέρον του ήταν φανερό. Εκείνη έκανε πίσω και τον κοίταξε άγρια.
«Μου είπες ψέματα».
«Για ποιο πράγμα;»
«Για τη μονομαχία».
«Α, γι’ αυτό».
«Ναι, γι’ αυτό».
Εκείνος πήγε στο γραφείο του - τάξη και οργάνωση επικρατούσε στο δικό του, καμιά σχέση με το τρελοκομείο που γινόταν στο γραφείο του υπαλλήλου του,. Κάθισε και την κοίταξε επιφυλακτικά, κι εκείνη πολύ θα ήθελε να του σπάσει τα μούτρα.
«Τι δηλαδή;»
«Σκοπεύεις να μονομαχήσεις;»
«Ναι».
«Όχι, Γιενς, όχι. Μη, δεν πρέπει. Μακούς; Έχεις τρελαθεί εντελώς; Θα σε σκοτώσει. Θα.»
Ήταν αποφασισμένη να μην κλάψει, να μην είναι κορίτσι. Το είχε υποσχεθεί στον εαυτό της. Αλλά στη σκέψη ότι μπορεί να τον έχανε, σκιζόταν η καρδιά της και οι λέξεις δεν έβγαιναν, κι αυτή νόμιζε ότι μιλώντας δυνατά θα τους έδινε δύναμη και θα γίνονταν πραγματικότητα. Συγκέντρωσε την προσοχή της στο παράθυρο, σε μια αράχνη που έπλεκε το λεπτοδουλεμένο της ιστό στη γωνία. Τα χέρια της έτρεμαν κι έτσι τα κρύψε κάτω από την μπέρτα της.
«Γιενς, σε παρακαλώ. Μη μονομαχήσεις μαζί του. Σε θέλω ζωντανό».
Αυτό ακούστηκε καλύτερο. Πιο ψύχραιμο. Κι εκείνος ήθελε να το ακούσει. Αλλά η σιωπή που απλωνόταν ανάμεσα τους ήταν το ίδιο ζοφερή όπως οι στοές του, κι εκείνη τη στιγμή η Βαλεντίνα ένιωσε ότι δεν επρόκειτο να κερδίσει. Γύρισε για να τον κοιτάξει και τον βρήκε να την παρατηρεί από πίσω τόσο έντονα, λες κι ήταν η τελευταία φορά.
αΕχε μου εμπιστοσύνη», της είπε με σιγανή φωνή.
Ακούστηκε κουρασμένος.
«Μπορεί να σε σκοτώσει».
«Ή μπορεί να τον σκοτώσω εγώ».
«Πέρσι σκότωσε δύο άντρες σε άλλες μονομαχίες».
«Άλλο εγώ, άλλο εκείνοι».
«Γιενς, μη. Καντο για μένα». Προσπάθησε ν’ ακουστεί λογική.
Μια υποψία χαμόγελου φάνηκε στο πρόσωπο του. Η Βαλεντίνα τρόμαξε. Ήταν αποφασισμένος.
«Γιατί, Γιενς; Γιατί το κάνεις; Γύρνα την πλάτη σου».
Εκείνος κούνησε το κεφάλι.
«Τσιορτ! Μη!» Του φώναξε και κοπάνισε με δύναμη το χέρι της στο γραφείο του. «Και μη μου πεις ότι έτσι κάνουν οι άντρες μεταξύ τους, πολεμάνε για το απόκτημα τους, για να του βάλουν το σημάδι τους. Μη μου πεις ότι είσαι τόσο βλάκας. Ίσως όμως να κάνω και λάθος. Μπορεί κι εσύ να είσαι εξίσου χοντροκέφαλος και διψασμένος για δόξα, όπως όλοι οι υπόλοιποι άμυαλοι υποψήφιοι ήρωες που φιγουράρουν με στρατιωτικές στολές σαν τα παγόνια. Νόμιζα ότι εσύ ήσουν διαφορετικός, νόμιζα ότι εσύ ήσουν.»
Σταμάτησε να μιλάει. Ο Γιενς είχε σηκωθεί κι έκανε το γύρο του γραφείου του. Την άρπαξε με το χέρι του, την τράβηξε κοντά του, την έκλεισε μέσα στα μακριά του χέρια μέχρι που το πρόσωπο της χώθηκε στο γιακά του πουκαμίσου του. Ακόμη κι αν ήθελε να μιλήσει, δεν το μπορούσε.
«Βαλεντίνα, άκουσε με. Δεν είμαι διψασμένος για δόξα, αλλά είμαι διψασμένος να ζήσω μια ζωή μαζί σου εδώ στην Πετρούπολη». Με κάθε λέξη που έβγαινε απ’ το στόμα του ένιωθε την ανάσα του καυτή στα μαλλιά της. «Ο λοχαγός Τσερνόφ με προκάλεσε. Αν δεν δεχτώ την πρόκληση, θα χαρακτηριστώ δειλός κι αυτό θα είναι το τέλος της ζωής μου και της καριέρας μου σε τούτη την πόλη. Θα με βγάλουν από το αποχετευτικό πρόγραμμα, ο τσάρος κι η Αυλή του θα μου γυρίσουν την πλάτη, θα είμαι το μαύρο πρόβατο για όλες τις αξιοπρεπείς οικογένειες. Λεπρός. Παρίας».
Της σήκωσε το πρόσωπο από το στήθος του και τη φίλησε στο χλομό της μέτωπο. «Τι είδους ζωή θα είναι αυτή; Κανείς δεν θα θέλει να με προσλάβει». Εκείνη κόλλησε πάνω του.
«Θα μπορούσαμε να φύγουμε».