«Να πάμε πού;»
«Σε άλλη πόλη. Στη Μόσχα. Οπουδήποτε».
«Η φήμη μου θα μακολουθούσε σαν άρρωστο σκυλί. Η Ρωσία μπορεί να είναι μια απέραντη χώρα, Βαλεντίνα μου, αλλά η φήμη ταξιδεύει γρηγορότερα κι από την πανώλη από πόλη σε πόλη. Όπου κι αν πάω σαν μηχανικός, η φήμη μου είναι το αίμα που με κρατάει ζωντανό».
«Θα προτιμούσα να είχα το αίμα σου μολυσμένο παρά να είναι χυμένο σε κάποιο δάσος».
Εκείνος δεν μίλησε, απόμεινε να την κρατάει.
«Δεν το αξίζω», του ψιθύρισε τελικά.
«Ποιος το λέει αυτό;»
«Εγώ».
«Τότε δεν ξέρεις τι είναι ο έρωτας».
Του ξέφυγε και γύρισε στο παράθυρο. Δεν ήθελε να δει τα δάκρυα της. Όλη αυτή την ώρα σκεφτόταν ότι αν ο Τσερνόφ πέθαινε, η κατάσταση της χρεοκοπίας του πατέρα της θα χειροτέρευε.
«Έχεις ξανασκοτώσει άνθρωπο;» τον ρώτησε παρακολουθώντας ένα παιδί που φτυάριζε το χιόνι από τις ράγες.
«Όχι».
«Ξέρεις να χειρίζεσαι πιστόλι;»
«Ασφαλώς. Μην ανησυχείς, είμαι δεινός σκοπευτής».
«Ναι, αλλά αυτός είναι στο στρατό. Μαυτά ασχολείται όλη μέρα».
«Και να κυνηγάει τη γυναίκα μου. Και μαυτό ασχολείται το καθίκι».
Η Βαλεντίνα δεν χαμογέλασε.
«Τι είδους άνθρωπος μπορεί να είναι κάποιος που του αρέσει να σκοτώνει εν ψυχρώ;»
«Κανείς από εμάς δεν ξέρει τις δυνατότητες του μέχρι να βρεθούμε αντιμέτωποι με αυτές. Κι εσύ, Βαλεντίνα; Τι δυνατότητες έχεις;»
Γύρισε απτην άλλη και τον βρήκε να στέκεται ακριβώς πίσω της, ψηλός κι ανένδοτος.
«Σ’ αγαπάω, Γιενς Φρίις». Του άγγιξε το πρόσωπο, ακούμπησε το χέρι της στην καρδιά του. «Γι’ αυτό μην υποτιμάς τις δυνατότητες μου».
28
Ο Αρκίν απομακρύνθηκε από τον τοίχο που ρουφούσε σαν βδέλλα τη ζέστη του σώματος του και προχώρησε προσεκτικά στο γεμάτο κόσμο πεζοδρόμιο, στο χαμηλότερο σημείο της Νέφσκι Προσπέκτ. Περίμενε περισσότερο από μία ώρα. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος είχε ένα σχεδόν μολυβένιο χρώμα που έκανε την πόλη να φαντάζει εύθραυστη. Οι άνθρωποι μπαινόβγαιναν βιαστικοί στα μαγαζιά χωρίς να κοιτάζουν ψηλά. Μια άμαξα με τον αμαξά της ντυμένο με χρυσή και μαρόν λιβρέα σταμάτησε τριζάτη δίπλα στο κράσπεδο κι ο αμαξάς χώθηκε σένα μικροσκοπικό μαγαζί με έναν πίνακα με αμπέλια στην μπροστινή βιτρίνα του.
Στο παρελθόν, ο Αρκίν είχε επαναλάβει πολλές φορές την ίδια αποστολή. Χώθηκε ανάμεσα στους καταστηματάρχες και πλησίασε την άμαξα. Εκείνη ήταν εκεί, μόνη της ως συνήθως. Μέσα απ’ τη βιτρίνα μπορούσε να διακρίνει το προφίλ της Ελιζαβέτας Ιβάνοβα κι είδε το γεμάτο προσδοκία χαμόγελο στα χείλη της. Κάθε Πέμπτη, μετά την πρωινή της βόλτα για τα κοινωνικά στα μέγαρα των πλουσίων κυριών της Αγίας Πετρούπολης, ο Αρκίν σταματούσε το «Τουρικούμ» εδώ. Θα έβγαινε από το μαγαζάκι μ ένα φλιτζάνι ζεστό αρωματικό κρασί από καλά γεωργιανά σταφύλια κι εκείνη θα το απολάμβανε αργά και σιωπηλά.
Ήταν μια καθιερωμένη ιεροτελεστία.
Πάντα υπήρχε ουρά στο ταμείο, ήξερε λοιπόν ότι είχε αρκετά λεπτά πριν επιστρέψει ο αμαξάς, αλλά ήξερε ότι θα ήταν και χαζό να ρισκάρει. Και γι’ αυτόν, και για εκείνη.
Άνοιξε την πόρτα της άμαξας γρήγορα κι έκατσε στο σκαμνάκι απέναντι της. Το μαρόν δέρμα με τις χρυσές φούντες και τις μπρονζέ γιρλάντες μύριζε από το άρωμα της. Είχε προβάρει τα λόγια που θα της έλεγε αν εκείνη άρχιζε να φωνάζει και να καλεί σε βοήθεια, αλλά η Ελιζαβέτα τον άφησε εμβρόντητο. Τα μπλε της μάτια άνοιξαν διάπλατα και για ένα δέκατο του δευτερολέπτου το στόμα της απόμεινε να χάσκει, μα μετά του χάρισε ένα τόσο ζεστό κι ειλικρινές χαμόγελο, που ένιωσε εκείνον το φοβερό πόνο στο στήθος του να χαλαρώνει, εκείνον τον πόνο που είχε φωλιάσει στα πλευρά του ύστερα από το περιστατικό με τον Σεργκέγιεφ.
«Μου έλειψες, Αρκίν», του είπε.
Λέξεις τόσο απλές.
«Σας ευχαριστώ, μαντάμ».
«Ανησυχούσα μήπως η Αστυνομία σε είχε.» Άφησε τις λέξεις να ταξιδεύουν στον αέρα.
«Όπως βλέπετε, δεν μέχουν πιάσει ακόμα».
Εκείνη συνοφρυώθηκε. «Το ξέρω ότι δεν ήθελες να βλάψεις την οικογένεια μου. Ο οποιοσδήποτε υπηρέτης θα μπορούσε να έχει βάλει το κουτί με τις χειροβομβίδες στο γκαράζ».
Δεν τη διέψευσε αλλά άφησε τα μάτια του ναπολαύσουν για άλλη μια φορά τη μορφή της. Φορούσε ένα ρόδινο φόρεμα, οι ώμοι της ήταν σκεπασμένοι με γούνα μπλε αλεπούς κι η θέα των κοσμημάτων της και της καλής της υγείας δεν τον θύμωσε όπως περίμενε.
«Μαντάμ Ιβάνοβα, πρέπει να κάνω γρήγορα. Πρέπει να σας πω κάτι». Έγειρε μπροστά της, τα γόνατα του σχεδόν ακούμπησαν τα δικά της. «Άκουσα κάτι στα μπαρ της πόλης και πολύ φοβάμαι ότι θα ταραχτείτε».
«Τι πράγμα;»
«Ότι ο λοχαγός Τσερνόφ θα μονομαχήσει με το μηχανικό, τον Γιενς Φρίις».
Εκείνος περίμενε να τη δει να ξαφνιάζεται, αλλά όχι και να γίνεται τόσο χλομή και τα χείλη της να παίρνουν το χρώμα του χαρτιού.