Выбрать главу

«Γιατί;» ψιθύρισε.

«Για την κόρη σας».

«Τη Βαλεντίνα;»

«Ναι».

«Θεέ μου, όχι». Το στόμα της άνοιξε κι ένα άγριο βογκητό βγήκε απ’ το λαρύγγι της. «Ο άντρας μου είναι κατεστραμμένος», μούγκρισε μέσα απτα δάχτυλα της κι άρχισε να κουνιέται μπρος πίσω στο κάθισμα φράζοντας το στόμα της με το χέρι της.

Εκείνος εξεπλάγη. Κατεστραμμένος; Τι να εννοούσε; Η αντίδραση της ήταν τόσο ακραία, που εκείνος σχεδόν μετάνιωνε που της το είχε πει. Αλλά είχε το λόγο του που της το είπε. Ο Σερκέγιεφ ήταν νεκρός. Πολλοί ανειδίκευτοι εργάτες είχαν πεθάνει. Κι αν το επόμενο σχέδιο πήγαινε καλά, θα πέθαινε κι ο Στολίπιν. Το ρωσικό έδαφος έτρεμε κάτω από την Αγία Πετρούπολη και τα οικοδομήματα θάρχιζαν να καταρρέουν το ένα ύστερα από το άλλο κι εκείνος έπρεπε οπωσδήποτε να βεβαιωθεί ότι η Ελιζαβέτα Ιβάνονα θα ήταν ασφαλής.

«Μαντάμ», της είπε γλυκά, όπως θα μιλούσε σένα παιδάκι φοβισμένο, «ο λοχαγός Τσερνόφ είναι φημισμένος σκοπευτής. Θα σκοτώσει το μηχανικό. Δεν χρειάζεται να φοβάστε για-»

«Όχι, όχι, όχι. Αν σκοτώσει το μηχανικό, εκείνη δεν πρόκειται ποτέ να παντρευτεί τον Τσερνόφ, την ξέρω τη Βαλεντίνα». Μέσα στην τρέλα της κρατούσε με το χέρι της το πιγούνι της κι εκείνος άκουγε τα δόντια της που χτυπούσαν.

«Κι αυτό είναι τόσο σοβαρό;» τη ρώτησε. «Αν δεν παντρευτεί τον Τσερνόφ;»

Εκείνη δεν απάντησε. Πλησίασε πολύ το χλομό της πρόσωπο κοντά στο δικό του κι εκείνος μπόρεσε να διακρίνει τις μικρές λεπτομέρειες των ματιών της, το μπλε χρώμα που ήταν γύρω από τις κόρες της, τις λιλά κουκκίδες σαν μικρά μπαλωματάκια μέσα στο μπλε που ήταν οι ίριδες της. Μια λεπτή κόκκινη σαν κλωστή γραμμούλα διακρινόταν στο ένα της μάτι. Η ανάσα της μύριζε ανεπαίσθητα μέντα.

Τύλιξε και τα δύο της χέρια γύρω απ’ το δικό του και το τράβηξε στην ποδιά της. Τα μάτια της καρφώθηκαν στα δικά του.

«Θα με βοηθήσεις, σε παρακαλώ;» τον ικέτευσε.

Ακόμα και πάνω από τα γκρίζα της γάντια εκείνος μπορούσε να νιώσει ότι τα χέρια της ήταν παγωμένα. Λες κι όλη η ζεστασιά του κορμιού της είχε διοχετευτεί στο δικό του, κι εκείνος ένιωθε το σβέρκο του να καίγεται.

«Πώς θα μπορούσα να βοηθήσω;»

«Βίκτορ, εσύ είσαι επινοητικός άνθρωπος».

Τον είχε αποκαλέσει Βίκτορ. Και ήταν σίγουρος ότι δεν ήξερε το μικρό του. Κοίταξε έξω από το παράθυρο για να ελέγξει ότι ο αμαξάς δεν είχε βγει από το μαγαζί με τα κρασιά, αλλά εκείνη σήκωσε το χέρι της, του πιάσε το σαγόνι και του γύρισε το πρόσωπο προς το μέρος της. Τα χείλη της έτρεμαν μισάνοιχτα σε σιωπηλή επίκληση.

Εκείνος τη φίλησε. Ένα γρήγορο και κοφτό άγγιγμα με το στόμα του πάνω στο δικό της, τα χείλη της μια συναίσθηση πληρότητας και γλύκας, η γλώσσα της να τρυπώνει μέσα στα δόντια του.

«Βοήθα με», του είπε λαχανιασμένη.

Εκείνος ήξερε ότι θα μπορούσε να βοηθήσει τη γυναίκα του υπουργού. Αλλά δεν ήξερε πώς.

Το αγοραίο αμάξι άφησε τη Βαλεντίνα έξω από το στρατόπεδο των Ουσάρων της Φρουράς και τα κεφάλια των στρατιωτών γύρισαν να την κοιτάξουν, καθώς εκείνη διέσχιζε την αυλή για να πάει στην αίθουσα των επισκεπτών. Το ντύσιμο της το είχε επιλέξει με πολλή προσοχή. Έπειτα από πολλή σκέψη είχε διαλέξει μια μεταξωτή εμπριμέ τουαλέτα μ ένα κατακόκκινο καπέλο, που στο τελείωμα του είχε φτερά στρουθοκαμήλου και κουνιόνταν στο παραμικρό φύσημα. Το παλτό της ήταν κρεμ, εφαρμοστό για να τονίζεται η μέση της, και στολισμένο με μαύρο γούνινο γιακά και μικρά κατακόκκινα κουμπάκια. Η μητέρα της είχε κάνει ειδική παραγγελία το παλτό επειδή κι η στολή των Ουσάρων ήταν κόκκινη, άσπρη και μαύρη. Σήμερα θα της φαινόταν χρήσιμο. Γιατί σήμερα έπρεπε να γοητεύσει το λοχαγό.

Η αίθουσα ήταν εντελώς ανδρική. Έπιπλα από σκούρα βελανιδιά, ένα απλό ξύλινο πάτωμα κι αυτό από βελανιδιά, και στον τοίχο δύο πορτρέτα αυστηρών στρατιωτικών, ντυμένων με όλα τα παράσημα, τα χρυσά και τα ασημένια γαλόνια τους. Η Βαλεντίνα τους κοίταξε συνοφρυωμένη κι αναρωτήθηκε πόσους άντρες είχαν σκοτώσει. Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Άκουσε τα βήματα του Τσερνόφ στον προθάλαμο, γρήγορα κι ανυπόμονα, πεινασμένα βήματα. Η καρδιά της χτύπησε πιο γρήγορα. Έτσι νιώθει ο στρατιώτης πριν από τη μάχη; Με τη ζωή του σε ασταθή ισορροπία; Η ενέργεια του και το χαμόγελο του γέμισαν την αίθουσα. Τα χείλη του απαίτησαν το Ταντι της. Δεν της άφηνε για κανένα λόγο το χέρι, το κρατούσε φυλακισμένο στο δικό του, το είχε πάρει για όμηρο.

«Βαλεντίνα, καλό μου κορίτσι-, τι απρόσμενη ευχαρίστηση. Μια χαρά είσαι».

Εννοούσε πως του άρεσε που την έβλεπε να μην είναι μεθυσμένη, να μην κατεβάζει τη μια βότκα μετά την άλλη.

«Είμαι μια χαρά, Σ’ ευχαριστώ, Στεφάν».

«Και πόσο γοητευτική είσαι.» Τα μάτια του ταξίδεψαν πάνω της κι όταν τελικά η ματιά του κατέληξε στο πρόσωπο της, της φάνηκε ότι άκουσε κάτι σαν ρονρόνισμα να βγαίνει από μέσα του. «Συγχώρεσέ με για τη δική μου εμφάνιση», της είπε, «αλλά μόλις ήρθ»