Выбрать главу

«πό άσκηση στο Πεδίον του Άρεως».

«Τι εύστοχη ονομασία».

«Βαλεντίνα, πολεμιστές είμαστε. Αυτή είναι η λειτουργία του στρατού. Τι άλλο περίμενες;»

Εκείνη χαμήλωσε τα μάτια.

«Ο λαός της Ρωσίας είναι περήφανος για σας».

Ο Τσερνόφ αντί άλλης απάντησης της φίλησε ξανά το χέρι. Φορούσε ένα κατάλευκο πουκάμισο, ανοιχτό στο λαιμό, και το μαύρο παντελόνι των Ουσάρων με την κόκκινη ρίγα στο πλάι. Τα μαλλιά του ήταν βρεμένα, φρεσκολουσμένα και χτενισμένα προς τα πίσω. Σγουρές ξανθές μπούκλες λαμπύριζαν κοντά στο λαιμό του.

«Στεφάν, ελπίζω να μη σενοχλώ».

«Καθόλου. Για πες μου, τι σε φέρνει σήμερα εδώ; Χωρίς τη συνοδό σου;» Αυτό ήταν ένα είδος ήπιας παρατήρησης.

«Ήθελα να μιλήσουμε. Μόνοι μας».

«Σχετικά με ποιο θέμα;»

«Σχετικά με τον Γιενς Φρίις»

Το στόμα του εξακολουθούσε να χαμογελάει αλλά τα μάτια του άλλαξαν έκφραση, έγιναν ψυχρά σαν πάγος. Η Βαλεντίνα ακούμπησε το ελεύθερο χέρι της στο μανίκι του πουκαμίσου του.

«Θέλω να εγκαταλείψεις το σχέδιο της μονομαχίας μαζί του», του είπε γλυκά. «Δεν είναι δα και τόσο σπουδαίο και», η ανάσα της έβγαινε με το ζόρι, «δεν θα το άντεχα αν πάθαινες κάτι».

Ο θρίαμβος -τον είδε στο πρόσωπο του, έστω και στιγμιαία- συνοδευόταν κι από κάτι άλλο, από κάτι που εκείνη δεν μπορούσε να ερμηνεύσει. Μια σκοτεινή σπίθα φώτισε τα ξέθωρα γαλανά του μάτια κι ένιωσε το χέρι του να σφίγγει το δικό της.

«Βαλεντίνα, τι παιχνίδια παίζεις;»

Η καρδιά της χτύπησε δυνατά.

«Τι παιχνίδια;»

«Υποκρίνεσαι ότι δεν ενδιαφέρεσαι για μένα και προσπαθείς να με κάνεις να ζηλέψω φλερτάροντας με κάποιον άλλον άντρα. Γιατί σοκάρεσαι τόσο πολύ; Για κοιτάξου, εγώ μπορώ να διακρίνω την ανησυχία σου κάτω από τα πανέμορφα χαρακτηριστικά σου και ξέρω για ποιο λόγο είσαι εδώ».

Εκείνη δεν άλλαξε καθόλου την έκφραση της.

«Φοβάσαι για μένα, έτσι δεν είναι;»

Εκείνη ένευσε καταφατικά.

«Δεν χρειάζεται. Με όποιον μονομαχώ, τον σκοτώνω».

Της ξέφυγε μια φωνούλα.

«Μην κάνεις έτσι, καλή μου. Είμαι δεινός σκοπευτής και σκοπεύω να δώσω ένα μάθημα σαυτόν το μηχανικό, να τον μάθω τι παθαίνει όποιος προσπαθεί να κλέψει κάτι που είναι δικό μου».

«Στεφάν, χθες βράδυ στο χορό σου είπα ότι δεν θα σε παντρευτώ αν επιμένεις να μονομαχήσεις».

Εκείνος γέλασε και την τράβηξε απ’ το χέρι για να τη φέρει πιο κοντά του.

«Αλλο ένα παιχνιδάκι σου». Το γέλιο κόπηκε απότομα.

«Τέρμα όμως τα παιχνίδια. Η μονομαχία θα γίνει. Έχω προκαλέσει τον Φρίις κι εκεί τελειώνει η ιστορία. Κι εκεί θα τελειώσει κι αυτός». «Στεφάν, όχι!»

Την κοίταξε έκπληκτος.

«Τι είναι πάλι;»

«Αν δεν μονομαχήσεις, θα σε παντρευτώ».

Οι λέξεις ξεστομίστηκαν. Στη στιγμή, τα χείλη του βρέθηκαν στα δικά της, η γλώσσα του εξερευνούσε το στόμα της κι είχε γεύση μπίρας. Η ανάσα του ζεστή στο πρόσωπο της, ενώ τα χέρια του ζουλούσαν τα στήθη της κι εκείνη δεν ντρεπόταν καθόλου. Κι όταν ένιωσε ότι δεν θα άντεχε άλλο, έγειρε πίσω το κεφάλι της και τον κοίταξε στα μάτια. Ήταν αναψοκοκκινισμένα, οι κόρες του διασταλμένες κι άπληστες, δυο μαύρες τρύπες.

«Σύμφωνοι;» τον ρώτησε.

«Σύμφωνοι». Την τράβηξε πάνω του και την ξαναφίλησε. «Περίμενε εδώ».

Εξαφανίστηκε από το δωμάτιο. Η Βαλεντίνα έκλεισε το στόμα της με το χέρι της για να μην της ξεφύγει τίποτα και μέσα σε λίγα λεπτά εκείνος είχε επιστρέψει μένα επίπεδο βελούδινο κουτί. Με θεατρινίστικο τρόπο γονάτισε μπροστά της και της το έτεινε με πολύ σοβαρό υφός.

«Δώρο αρραβώνα», είπε.

Η Βαλεντίνα το πήρε, το άνοιξε κι ένιωσε την καρδιά της να σπάει. Ένα περιδέραιο πάνω σε άσπρο μετάξι, ένα μεγάλο διαμάντι με χρυσό δέσιμο να κρέμεται από μια βαριά επίσης χρυσή αλυσίδα. Το διαμάντι είχε μέγεθος φουντουκιού. Δίπλα σαυτό βρίσκονταν ένα ζευγάρι ασορτί διαμαντένια σκουλαρίκια. Το στήθος της έκαιγε, λες κι είχε καταπιεί οξύ. Ώστε λοιπόν αυτό ήταν το τίμημα της πόρνης.

«Είναι πανέμορφο», ψέλλισε.

Ο Τσερνόφ σηκώθηκε και με πολύ σοβαρό ύφος το κούμπωσε γύρω από το λαιμό της, αφού πρώτα ξεκούμπωσε το πάνω κουμπί του παλτού της. Μόνο όταν βεβαιώθηκε ότι ήταν καλά στερεωμένο χαμογέλασε, με τον ίδιο τρόπο που χαμογελάει ένας άντρας στο σκύλο του όταν του φέρνει το λουρί του και περιμένει.

«Αυτό ανήκε στη γιαγιά μου όταν ήταν στην ηλικία σου», της είπε. Ακούμπησε το δάχτυλο του πάνω στο διαμάντι, μετά στη χλομή της επιδερμίδα. «Υπέροχο», μουρμούρισε.

Την είχε αγοράσει και την είχε πληρώσει.

«Σ’ ευχαριστώ, Στεφάν».

«Αυτό ήταν μόνο;» Κι έκανε να τη φιλήσει πάλι.