Выбрать главу

«Άρα δεν θα μονομαχήσεις;»

«Μην ανησυχείς, άγγελε μου, δεν θα πάθω ούτε γρατζουνιά». Τα χείλη του σχεδόν άγγιζαν τα δικά της.

«Μα συμφώνησες να μη μονομαχήσετε».

«Συμφώνησα να σε παντρευτώ, τίποτάλλο». Τραβήχτηκε κι ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Ασφαλώς και θα μονομαχήσω. Είναι θέμα τιμής».

«Όχι!» Εκείνη του ξέφυγε και τον κοίταξε άγρια. «Δεν θα σε παντρευτώ, αν πραγματοποιήσεις αυτή τη γελοία μονομαχία».

«Βαλεντίνα, μη γίνεσαι χαζή. Είμαστε αρραβωνιασμένοι».

«Όχι!»

Τα χέρια της προσπάθησαν ναπαλλαγούν από το κούμπωμα της αλυσίδας, όμως εκείνος πήγε κοντά της και της έπιασε και τα δυο χέρια. Πλησίασε το πρόσωπο του στο δικό της.

«Είμαστε αρραβωνιασμένοι», επανέλαβε παγερά. «Αυτό δεν μπορείς να το αλλάξεις».

Εκείνη σταμάτησε να προσπαθεί κι ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του.

«Σε παρακαλώ, Στεφάν», του είπε γλυκά. «Όχι μονομαχία».

Εκείνος της άφησε το ένα χέρι και της σήκωσε το πιγούνι, τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της. Την πονούσε που την έσφιγγε.

«Το κάνεις γι’ αυτόν τον αναθεματισμένο μηχανικό, έτσι δεν είναι;»

«Σε παρακαλώ, μη μονομαχήσεις. Μην τον σκοτώσεις, Στεφάν. Σου είπα ότι θα σε παντρευτώ, δεν σου φτάνει αυτό;»

Τη φίλησε άγρια στο στόμα.

«Βαλεντίνα, σου ορκίζομαι ότι θα το χαρώ πολύ όταν θα του φυτέψω μια σφαίρα στην καρδιά».

Η Βαλεντίνα τα έβαλε με τον εαυτό της, τον έβριζε και τον καταριόταν που είχε αναβάλει εδώ και πολύ καιρό την αγορά ενός όπλου. Τώρα ήταν αναγκασμένη να μπει κρυφά στο γραφείο του πατέρα της και να κλέψει την κυνηγετική καραμπίνα που κρεμόταν στον τοίχο. Από ένα συρτάρι.πήρε μια χούφτα σφαίρες κι έφυγε τρέχοντας για τους στάβλους.

«Ορίστε». Η Βαλεντίνα άφησε το όπλο πάνω στο κρεβάτι του Ποπκόφ. «Μάθε με να το χειρίζομαι».

Εκείνος ήταν αραγμένος στην καρέκλα, ο καπνός του τσιγάρου του γέμιζε σαν ομίχλη το δωμάτιο. Με την ανάποδη του χεριού του έτριψε το πιγούνι του.

«Έχεις ξαναχρησιμοποιήσει ποτέ σου όπλο;»

«Λιεβ, αν είχα ξαναχρησιμοποιήσει δεν θα σου ζητούσα να με μάθεις, έτσι δεν είναι;»

«Ένα όπλο τόσο μεγάλο θα μπορούσε με το τίναγμα να σου σπάσει τον καχεκτικό σου ώμο. Χρειάζεσαι ένα μικρότερο».

«Είναι το μόνο που έχω. Λιεβ, σε παρακαλώ, πρέπει να με μάθεις γρήγορα. Πώς να το γεμίζω και πώς να πετυχαίνω το στόχο».

Αλλά ο Κοζάκος δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση του. Άπλωσε το χέρι του, σήκωσε το όπλο λες κι ήταν πούπουλο και το ακούμπησε στα γόνατα του.

«Εγγλέζικο είναι», της είπε. Με ευλαβικές σχεδόν κινήσεις το χάιδεψε από πάνω μέχρι κάτω, από τη βάση του με το λείο κοντάκι με το μπλε μέταλλο μέχρι τη γυαλιστερή του κάννη. Όση ώρα το έκανε αυτό κουνούσε το κεφάλι του, λες και μιλούσε στο όπλο.

Κατάπιε ύστερα με θόρυβο άλλη μια γουλιά απ’ το μισοάδειο μπουκάλι που ήταν πεσμένο στο πάτωμα.

«Έχω μια καλύτερη ιδέα», είπε.

Η Βαλεντίνα τράβηξε τα γκέμια κι η μικρή κοντόχοντρη φοράδα τινάχτηκε μπροστά με τα αυτιά της τεντωμένα.

Πρώτη φορά στη ζωή της οδηγούσε άμαξα. Το άλογο, αν και βαρύ, αντέδρασε γρήγορα όταν εκείνη το οδήγησε με γρήγορο καλπασμό στην Μπόλσαγια Μόρσκαγια. Σ’ ευχαριστώ, Λιεβ. Μου έκανες καλή επιλογή. Η άμαξα ήταν παλιά κι έτριζε, μικρή με δύο θέσεις και μια κουκούλα ανοιχτή κι από τις δυο μεριές. Δεν είχε ιδέα πού την είχε ξεθάψει ο Λιεβ, αλλά εξυπηρετούσε καλά το σκοπό τους - ήταν ελαφριά, γρήγορη κι εύκολη στις μανούβρες. Την είχε ξαφνιάσει όταν κάθισαν μαζί στο στενό παγκάκι κι ο Ποπκόφ της έδωσε τα γκέμια.

«Εσύ οδηγείς», γρύλισε.

Εκείνη κοίταξε το μπανταρισμένο του πρόσωπο, πήρε τα ηνία και πλατάγισε τη γλώσσα της στη μικρή φοράδα.

Ο Ποπκόφ καθόταν στον ένα του γοφό όσο μπορούσε πιο σταθερά για να μην ακουμπάει πολύ στο κάθισμα.

«Λιεβ, πονάς. Κατέβα τώρα. Μπορώ να το κάνω και μόνη μου. Γύρνα στο κρεβάτι σου μέχρι να γίνεις τελείως καλά».

Τα μαύρα του μάτια στένεψαν καθώς την κοιτούσε.

«Μη μου χαλάς τη διασκέδαση», γρύλισε, κι η Βαλεντίνα δεν διαφώνησε.

Το δάσος είχε ζωή. Οι ισχνοί σαν σκελετοί κορμοί των σημύδων άστραφταν στις τελευταίες αχτίδες του ήλιου και η νυχτερινή καταχνιά που έβγαινε από το χώμα τύλιγε με τα πέπλα της τα λεπτά τους κλαδιά. Νυχτόβια πλάσματα φανέρωναν τη θέση τους όταν θρόιζαν στους θάμνους κι ετοιμάζονταν για τη νύχτα που ερχόταν. Η Βαλεντίνα κι ο Ποπκόφ ήταν ακίνητοι πολλές ώρες κι ένιωθαν ότι κόντευαν να βγάλουνε κι αυτοί ρίζες. Η Βαλεντίνα ανάσαινε τη μούχλα του δάσους και χάζευε ένα κουνάβι που με τα μυτερά του νύχια σκάλιζε τον κορμό ενός πεσμένου δέντρου, ελάχιστα πιο μακριά τους, και ξέθαβε σκαθάρια.

Ο αέρας ήταν τόσο παγωμένος, που η ανάσα της άχνιζε πάνω στα πεσμένα φύλλα, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη καταγής. Είχε δέσει την άμαξα και το άλογο αρκετά μακριά τους και είχε ξεφορτώσει μόνη της τις δυο βαριές γούνινες κουβέρτες. Ο Ποπκόφ κουβαλούσε το όπλο. Περπατούσε αργά, κι εκείνη υπέφερε που τον έβλεπε σαυτή την κατάσταση, αλλά δεν δεχόταν καμιά βοήθεια, και δεν του έδειξε ότι στενοχωριέται γιατί ήξερε ότι αυτός θα γινόταν θηρίο. Όταν έφτασαν στο ξέφωτο που υπήρχε στην κορφή μιας ανηφοριάς, ο Ποπκόφ μίλησε για πρώτη φορά.