Выбрать главу

«Εδώ είμαστε».

«Η "ανηφοριά της μονομαχίας";»

«Ντα».

Εκείνη δεν μπορούσε να καταλάβει πώς έμαθε ο Λιεβ το μέρος όπου θα γινόταν η μονομαχία. Είχε εξαφανιστεί για δυο ώρες, κι όταν επέστρεψε παραπατώντας από τη βότκα, της ανακοίνωσε το μέρος της μονομαχίας. «Εκεί θα πάμε», της είπε. Υποψιαζόταν ότι εκείνος τα είχε πιει στα μπαρ όπου σύχναζαν οι Ουσάροι κι είχε λαδώσει μερικές γλώσσες με μπόλικη μπίρα. Προσφέρθηκε να του δώ,σει μορφίνη από το φαρμακείο της Κάτιας, όμως εκείνος είχε αρνηθεί κατηγορηματικά κι η Βαλεντίνα κατάλαβε ότι δεν θα πρεπε να επιμείνει. Την είχε πληροφορήσει ότι αυτό το σημείο ήταν γνωστό για τις μονομαχίες που γίνονταν εκεί, εξού και το όνομα του. Ήταν αρκετά κοντά στην πόλη, αλλά παράλληλα απόμερο και ασφαλές από αδιάκριτα μάτια, κρυμμένο στην άκρη του δάσους. Η Βαλεντίνα σκεφτόταν συνεχώς πόσοι νέοι άντρες είχαν ποτίσει με το αίμα τους εκείνο το μέρος, όλα στο όνομα της τιμής.

Τυλιγμένη μέχρι το κεφάλι με τη γούνα, ήταν πεσμένη μπρούμυτα δίπλα στον Ποπκόφ ανάμεσα στους θάμνους στη ρίζα μιας σημύδας. Από εκεί έβλεπαν καλά το ξέφωτο. Δεν απείχε περισσότερο από σαράντα βήματα, οι σκιές από τα κλαδιά που φωτίζονταν από το τελευταίο φως του ήλιου δημιουργούσαν σκούρα σχήματα πάνω του. Τα δάχτυλα της ομίχλης πλησίαζαν όλο και πιο κοντά. Μια ώρα, δύο ώρες.

Ο Ποπκόφ ήταν στήλη άλατος, τόσο ακίνητος, που η Βαλεντίνα ήταν σίγουρη ότι κοιμόταν. Τα μπράτσα της την πονούσαν, αλλά δεν κουνήθηκε ούτε καν όταν άκουσε το υπόκωφο σούρσιμο που έκαναν οι ρόδες μιας άμαξας στο χώμα. «Έρχονται», του ψιθύρισε.

«Τους ακούω».

Ο λαιμός της στέγνωσε.

«Λιεβ, μην τον σκοτώσεις».

Το είχε πει και πριν, κι εκείνος είχε ανασηκώσει αδιάφορα τους ώμους του, αλλά αυτή τη φορά ούτε καν αυτό δεν έκανε. Ξεδίπλωσε το όπλο απ’ τη μαξιλαροθήκη όπου το είχε τυλιγμένο και το ακούμπησε στον ώμο του. Η Βαλεντίνα τρόμαξε από την επιθυμία της να το χρησιμοποιήσει η ίδια.

Μια μαύρη άμαξα έκανε την εμφάνιση της στην κορφή του ξέφωτου, και μέσα σε λίγα λεπτά την ακολούθησε μια δεύτερη. Από την πρώτη κατέβηκαν τέσσερις άντρες, όλοι με τα κόκκινα χιτώνια των Ουσάρων, όλοι εμφανώς νευρικοί, κι ο ένας απαυτούς ήταν ο Τσερνόφ. Τον κατάλαβε από τον τρόπο που περπατούσε με το στήθος προτεταμένο.

Από τη δεύτερη άμαξα κατέβηκαν άλλοι τρεις, οι δυο με χοντρά παλτά, ο τρίτος με μια μαύρη κάπα. Μιλούσαν σιγανά, μετά ο ένας από αυτούς, αυτός με την κάπα, απομακρύνθηκε και πήγε προς τους άντρες με τα κόκκινα. Η Βαλεντίνα τρόμαξε που αναγνώρισε το δόκτορα Φεντόριν. Η θέα αυτού του ανθρώπου, του γιατρού, την έκανε να συνειδητοποιήσει τι θα έκαναν αυτοί οι άντρες, τον πόνο που θα δημιουργούνταν. Το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει, της ήταν αδύνατο να καταπιεί.

Ο Ποπκόφ τη σκούντησε στα πλευρά - είχε βγάλει ένα βογκητό γιατί είχε δει τον Γιενς. Στεκόταν αμίλητος κι ένα τελευταίο μπάλωμα ήλιου ακουμπούσε στο λαιμό του σαν χρυσαφένια λεπίδα. Μπορούσε ν’ ακούσει ακόμα κι από αυτή την απόσταση τη σταθερή του ανάσα, μια τόση δα ρυτίδα στον γκριζωπό αέρα, χωρίς καμιά ένδειξη πανικού. Ήθελε πολύ να του φωνάξει, να τον παρακαλέσει να μην ενδώσει σαυτή την αυτοκτονική ανοησία περί ανδρικής τιμής και φήμης, αλλά δεν το έκανε γιατί ήξερε ότι ήταν πολύ αργά για κάτι τέτοιο. Βαθιά μέσα της πίστευε ότι ο Γιενς ήθελε να σκοτώσει τον Τσερνόφ, γι’ αυτό βρισκόταν εδώ.

Ακούμπησε το χέρι του Ποπκόφ που κρατούσε το όπλο.

«Μόνο να τον πληγώσεις τον Ουσάρο», του υπενθύμισε.

Εκείνος χτύπησε χαϊδευτικά τα μεταλλικά σκαλίσματα στο κοντάκι του όπλου με τον αντίχειρα του, τρυφερά σαν να χάιδευε το αφτί ενός αλόγου.

«Σε ποιο μέρος», της σφύριξε μέσα απτα δόντια του, «θέλεις να του ανοίξω μια τρύπα; Στο στιβαρό του μπούτι;» Χασκογέλασε. «Τα μπούτια βγάζουν μπόλικο αίμα».

«Όχι. Στο δεξή ώμο του, για να μην μπορεί να κρατήσει τόπλο».

Ο Ποπκόφ κούνησε το φουντωτό του κεφάλι.

Η Βαλεντίνα δεν μπορούσε να πιστέψει πως είχε γίνει αυτή η συζήτηση. Σε τι πλάσμα μεταμορφωνόταν; Τουλάχιστον ήταν εδώ ο γιατρός Φεντόριν κι αυτό πρόσφερε έστω και μια ελάχιστη ελπίδα. Όλοι στο ξέφωτο στέκονταν γύρω από έναν Ουσάρο που κρατούσε ένα καλογυαλισμένο μαονένιο κουτί. Η Βαλεντίνα είδε τον Γιενς να παίρνει κάτι από μέσα - είχε διαλέξει το πιστόλι του.

Ο ήλιος ξαφνικά χάθηκε κι οι δυο άντρες πήραν τις θέσεις τους, πλάτη με πλάτη στο κέντρο του ξέφωτου, με τα πιστόλια μπροστά τους. Ο Γιενς ήταν ψηλότερος, αλλά ο Τσερνόφ έδινε την εντύπωση ότι η διαδικασία ήταν γι’ αυτόν εύκολη σαν παιδικό παιχνίδι η αυτοπεποίθηση του μπερδευόταν με την ομίχλη κι έφτανε μέχρι τη Βαλεντίνα.