«Βαλεντίνα! Τι στο διάβολο κάνεις εδώ;» Ο δόκτωρ Φεντόριν, με το μουστάκι του γεμάτο παγοκρύσταλλα, κοίταζε ανήσυχος το ξαπλωμένο στο χιόνι κορμί του φίλου του.
«Είναι ζωντανός», αποκρίθηκε βιαστικά η Βαλεντίνα.
«Αλλά το στήθος του αιμορραγεί άσχημα».
Ο γιατρός γονάτισε κι έβγαλε επιδέσμους από τη δερμάτινη τσάντα του. Η Βαλεντίνα σήκωσε για πρώτη φορά το βλέμμα της απ’ το πρόσωπο του Γιενς κι αντίκρισε τις σόλες από τις μπότες του λοχαγού Τσερνόφ και τις πλάτες μερικών Ουσάρων που ήταν μαζεμένοι γύρω από το πεσμένο του σώμα. Και παντού στο χιόνι κόκκινες πινελιές.
Και καφέ. Και μαύρες. Για να κρύβουν το αίμα είχαν τέτοια χρώματα οι στολές τους; Ο γιατρός της τράβηξε το χέρι από την πληγή και την ίδια στιγμή η Βαλεντίνα θυμήθηκε τον Αρκίν κι ο θυμός της φούντωσε. Γύρισε απότομα και τον είδε να στέκεται στην άκρη του δάσους και να την παρακολουθεί, με τα πόδια ανοιχτά, το ένα χέρι στη μέση, το άλλο στο τουφέκι, και μια έκφραση ικανοποίησης στο πρόσωπο. Αν είχε όπλο τώρα η Βαλεντίνα, θα του φύτευε μια σφαίρα ανάμεσα στα γκρίζα του μάτια. Ανασηκώθηκε αργά. Αφήνοντας τον Γιενς στις φροντίδες του γιατρού, προχώρησε προς το σοφέρ. Στο χέρι της έσφιγγε ένα νυστέρι που είχε αρπάξει από την τσάντα του Φεντόριν.
«Αρκίν!» Η φωνή της αντήχησε στην έκταση του χιονιού που τους χώριζε. Η ματιά της ήταν καρφωμένη στο κομμάτι του λαιμού του που διακρινόταν ανάμεσα στο σαγόνι και το γιακά του. «Αρκίν, αν πεθάνει ο λοχαγός Τσερνόφ.» το χιόνι ήταν πιο παχύ εδώ, τα πόδια της βούλιαζαν μέσα του, «ο στρατός θα χτενίσει όλη την Πετρούπολη κι όταν σε βρουν θα σε κάνουν κομματάκια».
Ο Αρκίν στεκόταν λίγο πιο πάνω, την κοίταζε από ψηλά, και προφανώς δεν την έβλεπε σαν απειλή. Τα όπλα των συντρόφων του ήταν στραμμένα στους Ουσάρους κι όχι σ εκείνη, κι αυτός δεν έδειχνε να ετοιμάζεται να το σκάσει.
Καυτή η γεύση της οργής πλημμύρισε το στόμα της Βαλεντίνας καθώς έβλεπε την περήφανη στάση του. Έσφιξε το νυστέρι που κρατούσε κρυμμένο στις πτυχές του πανωφοριού της και τον πλησίασε κι άλλο.
«Γιατί τους πυροβόλησες;» τον ρώτησε κι η φωνή της βγήκε σφυριχτή. «Και τους δύο;»
«Είναι εχθροί του λαού».
Η Βαλεντίνα έκανε άλλα δυο βήματα.
«Κάνεις λάθος. Ο Γιενς Φρίις βοηθάει τους εργάτες, πηγαίνει νερό κι αποχέτευση στα σπίτια τους».
Ο Αρκίν διαισθάνθηκε τον κίνδυνο καθώς το χέρι της Βαλεντίνας άρχισε να κινείται. Ένας πυροβολισμός ακούστηκε κι ο σοφέρ τινάχτηκε πίσω με μια ματωμένη γραμμή να εμφανίζεται στο μέτωπο του: Μια σφαίρα τον είχε γδάρει εκεί που άρχιζαν τα μαλλιά του. Η Βαλεντίνα δεν δίστασε.
Καθώς εκείνος κλυδωνιζόταν παραζαλισμένος, του έχωσε το νυστέρι στα πλευρά. Η κοφτερή λεπίδα έσκισε ρούχα και σάρκες. Ο Αρκίν μούγκρισε, τρίκλισε προς τα πίσω, τράβηξε το νυστέρι και το πέταξε στα πόδια της Βαλεντίνας.
«Δεν ξέρεις τι κάνεις», γρύλισε με σφιγμένα δόντια και προτού η κοπέλα μπορέσει να κατάλαβες τι εννοούσε εξαφανίστηκε ανάμεσα στα δέντρα. Μαζί του κι οι άντρες του.
Η Βαλεντίνα γύρισε και κοίταξε πίσω της. Στην πέρα άκρη του ξέφωτου, η γιγάντια φιγούρα του Λιεβ Ποπκόφ στεκόταν στο χιόνι και την κοίταζε μορφάζοντας, με το τουφέκι του πατέρα της στον ώμο του.
Βρήκαν καταφύγιο στο σπίτι του γιατρού. Στην άκρη της λαβίδας, η σφαίρα φάνταζε πολύ μικρή για να έχει κάνει τέτοια ζημιά. Ματωμένη, έπεσε μέναν κουδουνιστό ήχο στο εμαγιέ πιατάκι πάνω στο τραπέζι.
«Μπράβο σου, αδελφή Ιβάνοβα. Πολύ καλή δουλειά».
Ο γιατρός Φεντόριν βούτηξε τα χέρια του σένα μπολ με ζεστό νερό κι η Βαλεντίνα ξέπλυνε το τραύμα με αντισηπτικό και ιώδιο. Όση ώρα δούλευε ο γιατρός, εκείνη παρακολουθούσε προσεκτικά. Όπως η βελόνα έραβε την κομματιασμένη σάρκα του Γιενς, εκείνη βοηθούσε ήρεμα και μεθοδικά, όπως την είχαν μάθει στο νοσοκομείο. Σκούπιζε το αίμα, έδινε εργαλεία στον Φεντόριν, παρακολουθούσε τον αδύναμο σφυγμό του Γιενς, πρόσεχε μη γυρίσει ανάποδα η γλώσσα του και πνιγεί. Του είχαν κάνει πολύ ελαφριά νάρκωση κι εκείνος βογκούσε κάθε τόσο. Κάποια στιγμή που η Βαλεντίνα του ανασήκωσε ένα βλέφαρο για να ελέγξει τη διαστολή της κόρης του, ο Γιενς την κοίταξε κατάματα και, παρόλο που η λαβίδα του γιατρού σκάλιζε τα σπασμένα πλευρά του για να βρει τη σφαίρα που ήταν καρφωμένη στο στήθος του, στις άκρες των χειλιών του χαράχτηκε ένα αχνό χαμόγελο.
«Θα καθίσω εγώ κοντά του», είπε τώρα η κοπέλα όταν ο γιατρός τελείωσε με το ράψιμο και την επίδεση του τραύματος, και τράβηξε μια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι. Αυτό που εννοούσε ήταν: Άφησε μας, σε παρακαλώ. Θέλω να μείνω μόνη μαζί του. Ο δόκτωρ Φεντόριν άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, είδε την έκφραση της και το ξανάκλεισε. Την έπιασε για μια στιγμή απτον ώμο, έριξε στην πλάτη την πετσέτα του, πήρε το δίσκο με τα εργαλεία και βγήκε από το δωμάτιο. Μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω του, η Βαλεντίνα ακούμπησε το κεφάλι της στο μαξιλάρι, δίπλα στο θάμνο των κόκκινων μαλλιών του Γιενς. Ήταν σαν χαίτη αλόγου, πυκνή και σκληρή. Το τυλιγμένο με επιδέσμους στήθος του ήταν γυμνό, κι η Βαλεντίνα κοίταξε το φίνο του δέρμα και τις κόκκινες τριχούλες και τις πανάδες που απλώνονταν παντού.