«Γιενς», του ψιθύρισε σταφτί, «αν μπλέξεις ξανά σε μονομαχίες, σου ορκίζομαι ότι θα σου ρίξω πρώτη εγώ».
Οι άκρες των χειλιών του κινήθηκαν. Εκείνο το αχνό χαμόγελο ξανά. Η Βαλεντίνα ξάπλωσε δίπλα του και τον αγκάλιασε, τυλίγοντας το κορμί του με το δικό της. Αφουγκράστηκε την ανάσα του, το σφίξιμο στο λαιμό του όταν ο πόνος του έδινε σουβλιές, το χτύπο του ρολογιού πάνω στο τζάκι, τους ήχους της νυχτερινής πόλης. Τον έσφιξε απαλά πάνω της. Κι όταν βεβαιώθηκε ότι ο σφυγμός του σταθεροποιήθηκε, βάλθηκε να του μουρμουρίζει το «Νυχτερινό» σε μι ύφεση του Σοπέν.
«Μαμά, μπορώ να σου μιλήσω;»
Ήταν νύχτα βαθιά, μα η μητέρα της καθόταν στο γαλάζιο σαλόνι, που το φώτιζε μόνο ένα λαμπατέρ πίσω από την πλάτη της. Φορούσε ένα υπέροχο ανατολίτικο κιμονό που η Βαλεντίνα δεν είχε ξαναδεί, κι έριχνε πασιέντζες καθισμένη σένα τραπεζάκι δίπλα στο τζάκι. Τα μαλλιά της έπεφταν λυτά στους ώμους της κι όταν κοίταξε την κόρη της το βλέμμα της ήταν κοφτερό.
«Τι ώρα είναι αυτή που γυρίζεις σπίτι;»
Η επίπληξη ήταν πιο ήπια απόσο περίμενε η Βαλεντίνα.
«Νοσήλευα κάποιον», αποκρίθηκε.
Έβγαλε το παλτό της και στάθηκε μπροστά στο τζάκι.
Το αίμα στις φλέβες της ήταν παγωμένο, ένιωθε πως δεν θα ξαναζεσταθεί ποτέ. Το φόρεμα της ήταν λεκιασμένο με ξεραμένα αίματα, που μητέρα και κόρη τα κοίταζαν σιωπηλές.
«Του μηχανικού είναι το αίμα;» ρώτησε σιγανά η Ελιζαβέτα.
«Ξέρεις;»
«Ναι», αποκρίθηκε εκείνη χωρίς να σηκώσει το κεφάλι.
«Ξέρω για τη μονομαχία».
Η Βαλεντίνα δεν τη ρώτησε πώς το ήξερε.
«Μαμά, ο λοχαγός Τσερνόφ επέζησε της επίθεσης, αν και βαριά τραυματισμένος, θέλω όμως να καταλάβεις ότι δεν έχω πια καμιά σχέση μαζί του». Τα λόγια της έβγαιναν σαν να τα φτύνε. «Αρνούμαι να συνεχίσω έστω και για ένα δευτερόλεπτο τη μασκαράτα ενός δήθεν αρραβώνα μ αυτόν τον άνθρωπο». Η εικόνα του Γιενς με την τρύπα στο στήθος του την έκανε να σφίξει δυνατά το ματωμένο φουστάνι της. «Ο Τσερνόφ το προκάλεσε αυτό».
Η Ελιζαβέτα ασχολήθηκε πάλι με την πασιέντζα της.
Μάζεψε τα χαρτιά, τα ανακάτωσε, αλλά τα χέρια της δεν ήταν και τόσο σταθερά.
«Ο πατέρας σου δεν θα ευχαριστηθεί καθόλου όταν το μάθει».
«Θέλω να του το πω εγώ».
«Όχι τώρα».
«Είναι σπίτι; Έχει πλαγιάσει;»
«Όχι».
Η Βαλεντίνα κάθισε στις φτέρνες μπροστά στη φωτιά απλώνοντας τα χέρια της στις φλόγες, και τούτη τη φορά η μητέρα της δεν την κατσάδιασε.
«Μαμά, θέλω να καταλάβετε κι οι δυο σας ότι δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο. Δεν θέλω να σας πληγώσω, αλλά αυτό.» Ήθελε να πει: Αυτό το πράγμα με σκοτώνει, σκοτώνει και τον Γιενς. Κρατήθηκε όμως και είπε: «Αυτό το πράγμα είναι λάθος. Κάποιος άλλος τρόπος πρέπει να υπάρχει για να τακτοποιήσει τα οικονομικά του ο μπαμπάς».
«Καταλαβαίνω». Η Ελιζαβέτα άρχισε να στρώνει ξανά τα χαρτιά στο τραπέζι. Πέρασαν αρκετά λεπτά χωρίς να μιλήσει καμιά τους. Χαμένες στις σκέψεις τους κοίταζαν τις σκιές που σχημάτιζε η φωτιά στους τοίχους. Ύστερα από λίγο, η Βαλεντίνα έβγαλε ένα βελούδινο κουτί απτην τσέπη του παλτού της και το ακούμπησε στο πάτωμα όσο πιο μακριά μπορούσε.
«Θα το δώσω στον μπαμπά αυτό», είπε.
Η Ελιζαβέτα έριξε μια ματιά στο μπλε κουτί με το διαμαντένιο κολιέ.
«Είναι δώρο του Τσερνόφ. Οι τράπεζες θα κάνουν πίστωση στον μπαμπά έναντι της αξίας του».
Η μητέρα της αναστέναξε απαλά.
«Ευχαριστώ, Βαλεντίνα. Σου είμαι ευγνώμων».
«Θα σου αρέσει, μαμά. Είναι πολύ ωραίο».
«Έτσι με έχεις χαρακτηρίσει; Ότι υποκύπτω εύκολα στον πειρασμό των ωραίων αντικειμένων;» Μίλησε χωρίς να σηκώσει τα μάτια της από τα χαρτιά.
«Μαμά, γιατί παντρεύτηκες τον μπαμπά;»
Το ένα χέρι της Ελιζαβέτας τινάχτηκε σαν να την είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα. Η φωνή της όμως ακούστηκε ήρεμη.
«Όταν ήμουν λίγο μεγαλύτερη από σένα, αγάπησα κάποιον που οι γονείς μου θεωρούσαν ακατάλληλο. Τον πλήρωσαν λοιπόν για να φύγει από την Πετρούπολη».
«Τον εξαγόρασαν;»
«Ναι. Έφυγε χωρίς καν να με αποχαιρετίσει. Έπειτα απ αυτό, δεν μένοιαζε πια ποιον θα παντρευτώ. Οι γονείς μου διάλεξαν τον πατέρα σου. Ήταν καλό ζευγάρωμα».
Σήκωσε επιτέλους το βλέμμα της και κοίταξε τη Βαλεντίνα.
«Λυπάμαι, μαμά.» μουρμούρισε εκείνη. «Λυπάμαι για τα πάντα».
Η μητέρα της ανασήκωσε τους ώμους και συγκεντρώθηκε στην πασιέντσα της. Η Βαλεντίνα σηκώθηκε, πλησίασε ένα μαονένιο ντουλάπι γεμάτο μπουκάλια και γέμισε δύο ποτήρια με βότκα. Ακούμπησε το ένα στο τραπεζάκι της μητέρας της και κρατώντας το δικό της πήγε και κάθισε στο πάτωμα μπροστά στο τζάκι. Με το βλέμμα καρφωμένο στη φωτιά, ήπιε μια γουλιά.