Выбрать главу

«Γιατί δεν μου το είχες πει, μαμά; Γιατί το κρατούσες μυστικό;»

«Έχω τους λόγους μου που στο λέω τώρα».

«Ποιους λόγους;»

«Πρώτον, επειδή θέλω να ξέρεις ότι οι άντρες σπάνια είναι αυτό που εσύ νομίζεις πως είναι. Μην το ξεχνάς ποτέ.

Δεύτερον.» Σταμάτησε κι έπαιξε με γρήγορες κινήσεις τρία χαρτιά, λες κι ήθελε να γεφυρώσει το κενό ανάμεσα στις σκέψεις της και στη γλώσσα της. «Δεύτερον, επειδή απόψε μας έφυγες».

«Έφυγα;»

«Μας έφυγες. Το βλέπω στα μάτια σου, στις κινήσεις σου που είναι τόσο σίγουρες. Το ακούω στη φωνή σου. Απόψε μεγάλωσες. Και μας έφυγες».

«Μαμά, εδώ είμαι».

Η Ελιζαβέτα κούνησε το κεφάλι, κατέβασε μονορούφι τη βότκα της και ρώτησε: «Να υποθέσω πως ο μηχανικός σου είναι ζωντανός;»

«Ναι». Απάντησε τόσο γρήγορα, που ήταν φανερό ότι και μόνο η σκέψη ότι μπορούσε να είχε πεθάνει ο Γιενς της ήταν ανυπόφορη. Άδειασε κι αυτή το ποτήρι της. Είχε δώσει στον Γιενς τόση μορφίνη, που και βόδι θα έριχνε αναίσθητο, κι όμως ακόμα και μέσα στον ύπνο του εκείνος την κρατούσε σφιχτά απτον καρπό, δεν ήθελε να την αφήσει να φύγει από κοντά του. Εκείνη του φίλησε τα δάχτυλα, του είπε να της έχει εμπιστοσύνη. Έχε μου εμπιστοσύνη, Γιενς, συλλογίστηκε τώρα. Κι εγώ θα σου έχω, γιατί 7) μαμά κάνει λάθος. Εσύ είσαι αυτό που πιστεύω πως είσαι, μου το απέδειξες.

«Χαμογελάς», σχολίασε η Ελιζαβέτα.

Δεν το είχε καταλάβει.

«Χαμογελάς επειδή σκέφτεσαι εκείνον».

«Εσύ δεν χαμογελάς ακόμα όταν συλλογίζεσαι εκείνον που αγαπάς;»

Τα γαλανά μάτια της μητέρας της έγιναν τεράστια.

«Ναι, χαμογελάω». Έκανε να πει κι άλλα, μα έκλεισε απότομα το στόμα της και μάζεψε βίαια τα χαρτιά απ’ το τραπέζι. Δάκρυα κυλούσαν στα μαγουλά της.

«Μαμά.» Η Βαλεντίνα έτρεξε κοντά της.

«Βαλεντίνα.» ψιθύρισε εκείνη. «Πόσο σε ζηλεύω.»

Η Βαλεντίνα αγκάλιασε το τσιτωμένο κορμί της μητέρα της και βάλθηκε να την κουνάει σαν μωρό.

Η Βαλεντίνα στεκόταν μπροστά στο παράθυρο της κρεβατοκάμαρας της κι ανυπομονούσε να ξημερώσει. Μόλις άρχισαν νανάβουν φώτα στο σπίτι, σημάδι ότι οι υπηρέτες ξεκινούσαν τις δουλειές της καινούργιας ημέρας, τυλίχτηκε με το παλτό της και βγήκε έξω, στο σκοτάδι. Ο αέρας τη χτύπησε παγερός αλλά ο ουρανός ήταν ξάστερος, κεντημένος διαμαντάκια. Στο μυαλό της ήρθε εκείνη η βόλτα με το έλκηθρο που είχε κάνει με τον Γιενς, το πώς κοίταζαν τ αστέρια - και ότι εκείνος δεν είχε γελάσει όταν του αποκάλυψε την πρόθεση της να γίνει νοσοκόμα. Από τότε μπορούσε να δει τι υπήρχε μέσα της.

Ο στάβλος ήταν γεμάτος ιπποκόμους που, σφυρίζοντας διάφορα τραγουδάκια, φρεσκάριζαν το άχυρο, ξύστριζαν τ άλογα κι έσπαζαν τον πάγο που είχε σχηματιστεί στην επιφάνεια των κουβάδων με το νερό. Ο αέρας μύριζε βρόμη κι άχυρο, και η Βαλεντίνα είδε πως η γεροδεμένη φοραδίτσα που είχε οδηγήσει χθες ήταν ήσυχη στο παχνί της. Ένας ιπποκόμος τη στραβοκοίταξε καθώς ανέβαινε τη σκάλα που έβγαζε στους κοιτώνες, όμως εκείνη τον αγνόησε.

«Λιεβ!» φώναξε ανοίγοντας την πόρτα του Κοζάκου.

Εκείνος την αγνόησε. Ήταν πεσμένος ανάσκελα στο πάτωμα, φορώντας την ίδια βρόμικη πουκαμίσα που φορούσε και χθες. Το βλέμμα του ήταν θολό, αλλά την κοίταζε με ενδιαφέρον, χωρίς να κάνει κάποια προσπάθεια να σηκωθεί.

«Κουνήθηκε ο μπάσταρδος», γρύλισε.

«Του έγδαρες το κούτελο μόνο».

«Ήθελα να του χύσω τα μυαλά».

«Τι σκάρωνε ο Αρκίν;»

«Κατά πάσα πιθανότητα ήθελε να πάρει εκδίκηση».

«Η εκδίκηση είναι δίκοπο μαχαίρι».

Ο Κοζάκος της έδειξε τα δόντια του σένα μορφασμό που η κοπέλα δεν κατάλαβε αν ήταν χαμόγελο ή γρύλισμα.

Πήγε και κάθισε στο ράντζο του και κοίταξε το μυώδες κορμί του.

«Το τουφέκι;» τον ρώτησε. «Το ξανάβαλες στο γραφείο;»

«Φυσικά».

«Σπασίμπα».

«Ο μηχανικός σου ζ:ι;»

Η Βαλεντίνα κατένϊυσε.

«Χρειάζεσαι μορφίνη;»

«Νιετ».

Εκείνη έβγαλε από τις δίπλες του παλτού της το μπουκάλι της βότκας που είχε πάρει από το γαλάζιο σαλόνι. Μονομιάς τα μάτια του Κοζάκου ξεθόλωσαν κι έλαμψαν μαύρα σαν την αμαρτία.

«Μην το πιεις μονορούφι», του είπε η Βαλεντίνα και του το δώσε. «Να σου φτάσει μέχρι το μεσημέρι».

Εκείνος γέλασε βροντερά κάνοντας τους λεπτούς ξύλινους τοίχους να τρίξουν, και ξεβούλωσε την μπουκάλα.

Η Βαλεντίνα κατάλαβε αμέσως ότι ο λοχαγός Στεφάν Τσερνόφ ήταν βαριά ναρκωμένος. Προφανώς ο γιατρός του ήταν υπέρ της καταστολής και της αναλγησίας, όπως κι αυτή.

Κάθισε δίπλα στο κρεβάτι του σιωπηλή, ακούγοντας τη μητέρα του να κλαίει. Η κόμισσα Τσέρνοβα, μια ντελικάτη γυναίκα φορτωμένη με πάρα πολλές σειρές μαργαριτάρια, καθόταν σε μια χρυσωμένη καρέκλα απτην άλλη μεριά του κρεβατιού και σκούπιζε τα δάκρυα της μένα μικροσκοπικό δαντελένιο μαντιλάκι εντελώς ακατάλληλο σκέφτηκε η Βαλεντίνα- γιαυτή τη δουλειά. Δεν μπορούσε να νιώσει συμπάθεια για τη μητέρα εκείνου που είχε ορκιστεί να σκοτώσει τον Γιενς. Είχε έρθει εδώ για το χατίρι των γονιών της και μόνο, και τούτη θα ήταν η τελευταία φορά που θα έπαιζε το ρόλο της μνηστής. Αρνιόταν ναγγίξει το λοχαγό. Το δεξί του χέρι ήταν ακουμπισμένο πάνω στην κουβέρτα, αλλά η Βαλεντίνα θα προτιμούσε να του το κόψει παρά να το πάρει στα δικά της χέρια: Ήταν εκείνο το αμαρτωλό χέρι που είχε σφίξει με τόση ικανοποίηση το πιστόλι της μονομαχίας.