Выбрать главу

«Βαλεντίνα», μουρμούρισε ο Τσερνόφ, «έλα μαζί μου».

Προσπάθησε να χαμογελάσει, μα δεν τα κατάφερε. Είχε χάσει πάρα πολύ αίμα απ’ το τραύμα στο στομάχι του και χαροπάλευε όλη νύχτα. Το πρωί, όμως, άρχισε να ξαναβρίσκει τις δυνάμεις του. Έτσι είχε πει στη Βαλεντίνα ο πατέρας του ο κόμης. Κι η Βαλεντίνα ήθελε να κλείσει τ αφτιά της για να μην τον ακούει.

«Δεν μπορώ να έρθω μαζί σου». Μίλησε καθαρά για να καταγραφούν καλά τα λόγια της στο θολωμένο μυαλό του.

«Η αδελφή μου είναι άρρωστη, δεν μπορώ να φύγω από την Πετρούπολη».

Οι γονείς του είχαν ανακοινώσει την πρόθεση τους να τον πάρουν στην ντάτσα τους στη Μαύρη Θάλασσα, μόλις θα ήταν σε θέση να ταξιδέψει. Εκεί το κλίμα ήταν πιο ζεστό και θα ανάρρωνε πιο γρήγορα. Στο μυαλό της Βαλεντίνας ήρθε το κόκκινο χιτώνιο του βουτηγμένο στο αίμα, κι αποφάσισε να του δώσει μια κάποια ελπίδα.

«Θα τα ξαναπούμε όταν επιστρέψεις», είπε και σηκώθηκε. «Μπορεί να σου παίξω και πιάνο».

Δαγκώθηκε για να μη χαμογελάσει.

 

30

Ο Γιενς έβλεπε εφιάλτες. Στις σκοτεινές εκείνες ώρες που η ζωή και η πραγματικότητα τεντώνονται σαν λάστιχο και χάνουν τις διαστάσεις τους και το συνειδητό γίνεται ελαστικό, είχαν έρθει οι λύκοι. Ο Γιενς ήξερε ότι βρισκόταν στο σπίτι του Φεντόριν και ότι στα σαλόνια και στις κρεβατοκάμαρες ενός μεγάρου στην καρδιά της Πετρούπολης δεν περιδιαβάζουν άγρια θηρία - κι ωστόσο οι λύκοι είχαν έρθει.

Στην αρχή, ένιωσε τη μυρωδιά τους. Ίδια με πτωμαΐνη, όπως μύριζε το σπίτι όπου εκείνη η γυναίκα κειτόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της δίπλα στα νεκρά παιδιά της.

Μα σαν προσπάθησε να σηκωθεί και να τους διώξει, οι λύκοι πήδηξαν πάνω στο στήθος του κι ουρλιάζοντας έχωσαν τα νύχια τους στις σάρκες του. Ένιωσε τις γλώσσες τους, καυτές και μαλακές, να γλείφουν το αίμα της καρδιάς του. Είπε ξανά και ξανά στον εαυτό του πως ένας εφιάλτης ήταν μόνο - μα ήταν τόσο αληθινό! Έβλεπε τα κατακόκκινα μάτια τους.

Μύριζε τη λιγδερή ανάσα τους. Με μεγάλη προσπάθεια έδωσε μια γροθιά στο σαγόνι του ενός. Τον άκουσε να μουγκρίζει. Καλά να πάθει. Να μάθει να μην τον πλησιάζει.

Κι ο Γιενς έγειρε πίσω ικανοποιημένος.

Ήταν μέρα όταν ξύπνησε. Το φως, σκληρό, χώθηκε ανάμεσα στα βλέφαρα του και τα έσπρωξε νανοίξουν. Ο ταλαιπωρημένος εγκέφαλος του χρειάστηκε λίγη ώρα για να συνειδητοποιήσει πού βρισκόταν, γιατί ήταν πεσμένος ανάσκελα σένα ξένο κρεβάτι. Όλα όμως μπήκαν στη θέση τους μόλις είδε εκείνη. Να τον περιμένει να γυρίσει κοντά της.

Η Βαλεντίνα καθόταν σε μια πολυθρόνα δίπλα στο κρεβάτι, η μικροκαμωμένη φιγούρα της χανόταν σχεδόν μέσα της. Τα μαύρα της μάτια ήταν καρφωμένα πάνω του. Η ακινησία της έδειχνε ότι καθόταν εκεί πολλή ώρα. Μόλις είδε τα μάτια του νανοίγουν, τα δικά της γούρλωσαν κι οι μακριές της βλεφαρίδες πετάρισαν. Κι αυτό έκανε το στήθος του Γιενς να γεμίσει ευχαρίστηση. Άσε που το χαμόγελο της τον έκανε να λιώσει.

αΠώς αισθάνεσαι;» τον ρώτησε απαλά.

Ο Γιενς ήθελε να πάει κοντά του, να την αγγίξει.

«Σαν να έχω έναν ελέφαντα να χοροπηδάει μες στο στήθος μου», αποκρίθηκε.

Το χαμόγελο της Βαλεντίνας έγινε πιο πλατύ.

«Μην τακούσει αυτό ο ντοκτόρ Φεντόριν. Απαγορεύεται η είσοδος στους ελέφαντες».

Ο Γιενς γέλασε και τα πλευρά του κόντεψαν νανατιναχθούν. Τον έπιασε βήχας, λίγο αίμα έτρεξε απ’ το στόμα του. Η κοπέλα τον κοίταζε ακίνητη, με μια ανεξήγητη έκφραση, χλομή. Όταν ηρέμησε, του σκούπισε τα χείλη μένα κομμάτι κόκκινη φανέλα.

«Μη μιλάς», τον πρόσταξε. «Ούτε να γελάς».

Αυτός αγωνιζόταν νανασάνει, να διώξει εκείνον τον καταραμένο ελέφαντα από πάνω του. Δεν χόρταινε να τη βλέπει, πάντως. Η Βαλεντίνα φορούσε ένα φόρεμα στο πράσινο του δάσους και το κόκκινο της σκουριάς, κι έμοιαζε με νεράιδα που μπήκε κατά λάθος στο δωμάτιο του. Ο γιακάς της ήταν ψηλός σαν κολάρο με δώδεκα μικροσκοπικά μαργαριτάρια για κουμπιά. Ο Γιενς ήθελε να τα χαϊδέψει ένα ένα με το δάχτυλο του.Τα μαλλιά της ήταν ανακατωμένα.