«Πονάς πολύ; Μη μζλήσεις, κάνε μου απλά ένα νόημα».
Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι, κοιτάζοντας την κατάματα.
«Ωραία», είπε εκείνη.
«Φίλησε με».
«Κοιμήσου».
«Φίλησε με».
Έσυρε το χέρι του ως την άκρη του κρεβατιού, μα εκεί νη δεν έσκυψε να το πιάσει.
«Φίλησε με γιατί πεταχτώ από το κρεβάτι και θ’ αρχίσω να σε κυνηγάω γύρω γύρω».
«Μην κουνιέσαι», τον πρόσταξε. «Δεν πρέπει να κοπεί κανένα ράμμα».
«Δεν σου αξίζει να σε φιλήσω». Η έκφραση της ήταν σοβαρή, τα μάτια της αγριεμένα. «Παραλίγο να τα καταφέρεις να σκοτωθείς».
Ο Γιενς σφίχτηκε και τινάχτηκε προς το μέρος της. Η κοπέλα άφησε μια τρομαγμένη φωνή καθώς την άρπαξε απ τον καρπό και την τράβηξε κοντά του.
«Μη! Θα κόψεις τα ράμματα και θα κάνεις μεγάλη ζημια!» Εκείνος όμως την έφερε πάνω του και τη φίλησε. Τα απαλά της χείλη ανταποκρίθηκαν, αλλά τα μάτια της εξακολούθησαν να τον κοιτάζουν άγρια.
«Βαλεντίνα», της ψιθύρισε, «δεν θα τον αφήσω να σε πάρει».
Εκείνη ρίγησε κι έχωσε το κεφάλι της ανάμεσα στον ώμο και το λαιμό του.
«Δική σου ήμουν πάντα. Από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Ξάπλωσε τώρα».
Την άφησε να τον απιθώσει πίσω στα μαξιλάρια του και να του σκουπίσει το αίμα που είχε τρέξει στο πιγούνι του, χωρίς όμως να χαλαρώσει το σφίξιμο του στο χέρι της. Η Βαλεντίνα κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, κι ο Γιενς πρόσεξε για πρώτη φορά μια μελανιά στο μάγουλο της. Την άγγιξε με τακροδάχτυλά του. Ύστερα άγγιξε τα μαλλιά της.
Το αφτί της. Της ξεκούμπωσε δύο μαργαριταρένια κουμπιά.
«Τι έπαθες;» τη ρώτησε.
«Αυτό εννοείς;» άγγιξε το μάγουλο της. «Γλίστρησα στον πάγο».
Εκείνος όμως την ήξερε πια πολύ καλά. Θυμήθηκε τους λύκους στον εφιάλτη του και τη γροθιά που είχε δώσει σε κάποιον.
«Έλα κοντά», της είπε.
Η Βαλεντίνα έγειρε κοντά του και τον άφησε να τη φιλήσει. Το άρωμα του κορμιού της έκανε κάτι ναναδευτεί μέσα του. Εκείνη του χαμογέλασε επιτέλους και το πλατύ της χαμόγελο έδιωξε τις σκιές από τα μάτια της. Τον φίλησε κι αυτή πεταχτά κι ανασηκώθηκε.
«Γιενς, αν συνεχίσεις να με κοιτάζεις έτσι.»
«Πώς έτσι;»
«Σαν να ετοιμάζεσαι να με φας».
«Νομίζω πως θα έχεις ωραία γεύση».
«Αν δεν σταματήσεις, θα χάσω την επαγγελματική αυτοπειθαρχία της νοσοκόμας και θα χωθώ δίπλα σου κάτω από τα σκεπάσματα».
Ο Γιενς ανασήκωσε μια γωνιά του παπλώματος.
«Έλα να με αποπλανήσεις».
Για μια στιγμή η Βαλεντίνα τον κοίταξε μένα ύφος που έλεγε πάρα πολλά. Ύστερα τον σκέπασε πάλι μαλακά.
Κι έτσι την ημέρα η Βαλεντίνα φορούσε την κολλαριστή στολή της νοσοκόμας, και το βράδυ επέστρεφε στο σπίτι του δόκτορα Φεντόριν. Ορμούσε στο δωμάτιο του Γιενς κι έπεφτε πάνω του, σαν να πνιγόταν κι ήθελε να πιαστεί απ αυτόν για να σωθεί. Λες και δεν ανάσαινε όλη μέρα, μέχρι να έρθει και να δει τα πράσινα μάτια του να την περιμένουν γεμάτα προσμονή. Τότε μόνο ζωντάνευε κι εκείνος.
«Σου έλειψα;» Γευόταν τα χείλη του.
«Όχι», αποκρινόταν εκείνος γελώντας. «Κοιμήθηκα ήσυχος όλη μέρα κι ύστερα ήρθε η μικρή Άννα και μου διάβασε. Η μαγείρισσα του ντοκτόρ μου φτιάξε κοτόσουπα».
«Λοιπόν», του είπε τώρα η Βαλεντίνα, «σε βλέπω να γίνεσαι ένας από εκείνους τους χοντρούς δικτάτορες που θέλουν τις γυναίκες να χορεύουν γύρω τους όλη μέρα. Την άλλη φορά θα φέρω κι ένα φτερό στρουθοκαμήλου να σου κάνω αέρα».
«Ό,τι καλύτερο!»
«Εγώ ξέρω κάτι καλύτερο», αποκρίθηκε εκείνη μένα πονηρό χαμόγελο.
Ο Γιενς ανασηκώθηκε αμέσως απτα μαξιλάρια, κι η Βαλεντίνα έτρεξε μακριά του για να μην την πιάσει.
«Είσαι ασθενής», του είπε.
«Κι εσύ είσαι το γιατρικό μου και σε χρειάζομαι».
Το είπε κάνοντας μια γκριμάτσα, αλλά το βλέμμα του έκανε την καρδιά της Βαλεντίνας να σταματήσει. Κατάλαβε ότι το έλεγε και το πίστευε. Ένιωσε να δυναμώνει μέσα της ο παγερός φόβος που άρχισε να τη σφίγγει από εκείνη την ημέρα στο γραφείο του, τότε που της είπε ότι προτιμούσε να μονομαχήσει παρά να το σκάσει μαζί της. Γύρισε κοντά του, ξάπλωσε στο πάπλωμα και τον έσφιξε τόσο δυνατά στην αγκαλιά της, που τον έκανε να βογκήξει.
Η σαραβαλιασμένη πόρτα άνοιξε μια χαραμάδα.
«Α, εσύ είσαι πάλι».
Ο χαιρετισμός θα μπορούσε να είναι λίγο πιο θερμός η Βαλεντίνα δεν είχε κάνει τόσο δρόμο μες στο χιόνι για τα ωραία μάτια της Βάρενκας.
«Ναι, εγώ είμαι», της απάντησε.
Η πόρτα άνοιξε κι άλλο κι η Βαλεντίνα ακολούθησε τη γυναίκα μέσα. Το δωμάτιο τώρα φάνταζε καλύτερο, πιο καθαρό, πιο φωτεινό. Η φωτιά μουρμούριζε στο παραγώνι κι από μια κατσαρόλα ακουμπισμένη στο τραπέζι αναδυόταν μυρωδιά ζεστού φαγητού. Η Βάρενκα φορούσε ένα κεφαλομάντιλο με χαρούμενα χρώματα.
«Την πήρες λοιπόν τη δουλειά», σχολίασε η Βαλεντίνα.
«Ντα».
«Χαίρομαι». Περίμενε ένα χαμόγελο, ένα ευχαριστώ που την είχε συστήσει για καθαρίστρια στον οίκο μόδας της μαντάμ Ανζελίκ, αλλά προφανώς η Βάρενκα δεν ήξερε από ευγένειες.