Выбрать главу

«Τι γυρεύει εδώ αυτή;»

Η ερώτηση ακούστηκε απ’ το κρεβάτι. Ο Ιβάν ήταν ξαπλωμένος πάνω του, γυμνός από τη μέση και πάνω, με το παντελόνι ξεκούμπωτο, κι η Βαλεντίνα συνειδητοποίησε ενοχλημένη ότι είχε έρθει σε ακατάλληλη στιγμή.

«Καλησπέρα, Ιβάν», τον χαιρέτισε κοκκινίζοντας. Τα μικρά του μάτια την κοίταξαν με δυσαρέσκεια. «Εσένα ήθελα να βρω». Εκείνος κατέβασε τα πόδια του από το κρεβάτι αδιαφορώντας για το ξεκούμπωτο παντελόνι του, απ’ το άνοιγμα του οποίου έβγαιναν μαύρες τρίχες.

«Τι με θες;» ρώτησε.

«Γυρεύω κάποιον που νομίζω πως μπορεί να τον ξέρεις».

«Πώς τον λένε;» Την κοίταξε με ενδιαφέρον.

«Βίκτορ Αρκίν».

«Δεν τον έχω ακουστά».

Δίστασε όμως μια στιγμή πριν απαντήσει. Η Βαλεντίνα τον κοίταξε σιωπηλή.

«Θέλεις λίγη σούπα;» έσπασε τη σιωπή η Βάρενκα.

«Εσύ, Βάρενκα, μήπως ξέρεις κάποιον Αρκίν;»

«Νιετ».

«Δεν ξέρεις να λες ψέματα».

«Άφησε την ήσυχη», γάβγισε ο Ιβάν και πετάχτηκε όρθιος με τις γροθιές σφιγμένες. Ξαφνικά το δωμάτιο φάνταξε μικρότερο.

«Θα σας πληρώσω για μια πληροφορία», προσφέρθηκε η Βαλεντίνα.

«Εσύ κι οι όμοιοι σου πιστεύετε ότι το χρήμα είναι η απάντηση σε όλα, ε;» γρύλισε ο Ιβάν. «Νομίζετε ότι μπορείτε να μας αγοράσετε εύκολα, όπως τότες που είμαστε δουλοπάροικοι κι εσείς αφεντικά μας και μας φερόσαστε χειρότερα από,τι στα σκυλιά σας». Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της σκύβοντας σαν ταύρος το κεφάλι. «Σε πληροφορώ, πλούσια σκύλα, ότι τα πράγματα άλλαξαν. Δεν θέλω τα βρόμικα λεφτά σου».

«Όταν σε βόλευε, τα θελες».

«Μην τον προκαλείς», μουρμούρισε μέσα απτα δόντια της η Βάρενκα.

Η Βαλεντίνα όμως είχε θυμώσει. Δεν ήταν από τα αφεντικά των εργοστασίων που εκμεταλλεύονταν τους εργάτες, ούτε καμιά πλούσια γαιοκτήμων που κακομεταχειρίζεται τους χωρικούς της. Τους είχε βοηθήσει αυτούς τους ανθρώπους, είχε σφουγγαρίσει το βρόμικο πάτωμα τους, είχε αδειάσει τους κουβάδες με τις ακαθαρσίες τους. Ποιος ήταν αυτός που θα την αποκαλούσε «πλούσια σκύλα»; Τον πλησίασε και του άστραψε ένα χαστούκι που έκανε το κεφάλι του να τιναχτεί προς τα πίσω. Αντί να της ανταποδώσει το χτύπημα, εκείνος γέλασε κα" το ξινό του χνότο την έπνιξε.

«Έχεις κότσια», παραδέχτηκε. «Μυαλό, όμως, δεν έχεις.

Αν είχες, θα έπαιρνες ό,τι πολύτιμο έχεις και θα φευγες τρέχοντας από τη Ρωσία».

«Η Ρωσία είναι η αγαπημένη μου πατρίδα, όπως είναι και δική σας. Δεν θα σας αφήσω να μου τη στερήσετε».

«Περίμενε να γίνει η επανάσταση.»

«Σκάσε πια μαυτή την επανάσταση! Όλο λόγια είσαστε και δράση μηδέν!»

«Η πορεία των ανειδίκευτων εργατών δεν ήταν δράση;»

Με τα πρόσωπα σχεδόν κολλημένα, φώναζαν ο ένας στον άλλο. Στο άκουσμα της πορείας η Βαλεντίνα σώπασε. Του γύρισε την πλάτη.

«Πες εκ μέρους μου στον Βίκτορ Αρκίν», είπε ψυχρά, «ότι δεν θα σταματήσω μέχρι να τον βρω. Έτσι πες του».

Η Βάρενκα της έπιασε ταραγμένη το χέρι. Την κοίταξε ανήσυχη και κατένευσε. Ο Ιβάν γρύλισε. Τιποτ άλλο.

Η Βαλεντίνα τράβηξε προς την πόρτα. Απότομα όμως γύρισε και πέταξε στο τραπέζι ένα μικρό πουγκί γεμάτο νομίσματα. Το κουδούνισμα τους έκανε τον Ιβάν και τη Βάρενκα να κοιτάξουν με γουρλωμένα ματιά.

«Θέλω να μου αγοράσετε ένα όπλο», είπε η Βαλεντίνα.

Η βροχή την είχε κάνει μούσκεμα. Μπαίνοντας στο δωμάτιο του Γιενς τον βρήκε καθισμένο μένα βουνό μαξιλάρια πίσω απτην πλάτη του, να κρατάει μια πετσέτα και μια βούρτσα για τα μαλλιά. Χώθηκε στην αγκαλιά του κι εκείνος βάλθηκε να τη στεγνώνει με μαλακές κινήσεις.

Η Βαλεντίνα άργησε να χαλαρώσει.

«Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε εκείνος.

«Σκεφτόμουν τη μονομαχία».

«Βαλεντίνα μου, πάει πια αυτό. Μη σκέφτεσαι το παρελθόν αλλά το μέλλον μας».

«Γιατί όμως πυροβόλησε κι εσένα αυτός, κι όχι μόνο τους Ουσάρους;»

Τον άκουσε ναναστενάζει από τα βάθη της καρδιάς του.

«Μας θεωρούν όλους καταπιεστές», της απάντησε. «Ο Τσερνόφ οδηγεί τους στρατιώτες ενάντια στους απεργούς κι εγώ είμαι επικεφαλής ενός έργου όπου οι εργάτες δουλεύουν δώδεκα και δεκατέσσερις ώρες την ημέρα. Και ξέρεις πόσα παίρνουν; Λιγότερα απόσα ξοδεύετε εσύ κι η Κάτια για μια έξοδο με τσάι και ταρτάκια. Ασφαλώς και μας μισούν. Κι έχουν όλο το δίκιο με το μέρος τους».

«Δεν συμφωνώ».

«Ασφαλώς και δεν συμφωνείς, αγάπη μου». Πέρασε μαλακά τη βούρτσα από τα μαλλιά της. «Ας είμαστε ευγνώμονες που δεν ήξερε καλό σημάδι εκείνος ο τύπος».

Η Βαλεντίνα κούρνιασε σιωπηλή στην αγκαλιά του.

«Γιενς», είπε σε λίγο, «όταν ήμασταν παιδιά μας έλεγαν ότι ο λαός της Ρωσίας αγαπάει τον τσάρο. Τι απόγινε όλη αυτή η αγάπη;»

«Το ογδόντα τοις εκατό των Ρώσων είναι αγρότες. Έχουν μια παμπάλαια παράδοση αφοσίωσης στον τσάρο τους, έστω κι αν μισούν τους γαιοκτήμονες. Παρόλη αυτή την αναταραχή, πολλοί νιώθουν ακόμα έτσι. Κοίτα την επανάσταση του 1905, όταν βάδισαν κατά των Χειμερινών Ανακτόρων. Σκοπός τους δεν ήταν η επανάσταση, ήθελαν μόνο να πουν στον τσάρο τα βάσανα τους. Ήταν πεπεισμένοι ότι αν εκείνος μάθαινε τι τραβάνε θα τους βοηθούσε και θα έκανε καλύτερη τη ζωή τους». Ξεφύσηξε θυμωμένος. «Δυστυχώς, δεν ξέρουν τι είδους άνθρωπος είναι σταλήθεια αυτός ο τσάρος Νικόλαος Αλεξάντροβιτς Ρομανόφ».