Η Βαλεντίνα ακούμπησε την παλάμη της στους επιδέσμους του.
«Γιενς», είπε ανάλαφρα, «νομίζω πως ήρθε η ώρα να πάρεις το γιατρικό σου».
Ξέφυγε απτην αγκαλιά του, στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι και τον είδε να γουρλώνει τα πράσινα μάτια του καθώς εκείνη ξεκούμπωνε τα κουμπιά της.
Πώς μπορούσε να την κρατήσει ασφαλή; Το άρωμα του κορμιού της γέμιζε τα ρουθούνια του, όλο τον εγκέφαλο του. Ακόμα όμως κι όταν εκείνη φιλούσε ένα ένα τα πλευρά του θέλοντας να του διώξει τον πόνο, το μυαλό του το παίδευε τούτο το ερώτημα: Πώς θα την κρατούσε ασφαλή; Και τι ήθελε αυτός ο Βίκτορ Αρκίν, ο πρώην σοφέρ του πατέρα της για τον οποίο του τα είχε πει όλα; Με αργές, πεινασμένες κινήσεις χάιδεψε τους γυμνούς μηρούς της έτσι όπως καθόταν πάνω του. Οι χούφτες του έσφιξαν τις καμπύλες των γοφών της. Τον ξετρέλαιναν οι κινήσεις της, οι σκιές πάνω στην επιδερμίδα της. Με κομμένη την ανάσα άκουγε τους ήχους που έβγαιναν από μέσα της, τα βογκητά, τα γεμάτα ηδονή γατίσια γουργουρίσματα.
Τον κρατούσε καρφωμένο στα μαξιλάρια, ψιθύριζε στ αφτί του με τα αρωματισμένα μαλλιά της κουρτίνα νανεμίζει γύρω του, να του χαϊδεύει το πρόσωπο. Όταν ανέβηκε πάνω του, η ανάσα της γέμισε τα πειραγμένα πνευμόνια του, το άγγιγμα της ξύπνησε μέσα του συναισθήματα νεκρά ως τότε. Τον συγκινούσε μέναν τρόπο που δεν μπορούσε να τον καταλάβει, τον συνάρπαζε ανεξήγητα, τον γέμιζε με τόση δύναμη και πόθο, που τον έκανε να ξεχνάει πόσο ταλαιπωρημένο ήταν το κορμί του.
Ο τρόπος που του έκανε έρωτα είχε μια αγριάδα που ο Γιενς δεν είχε ξανασυναντήσει ποτέ του. Κι όπως φιλούσε τα στήθη της και γευόταν τις σκληρές θηλές τους, ένιωσε τα κορμιά τους να γίνονται ένα.
Δεν θα τη χόρταινε ποτέ του.
Ο Αρκίν ήταν προσεκτικός. Νύχτα, και οι δρόμοι της Αγίας Πετρούπολης ήταν γεμάτοι κόσμο. Έκανε ένα σωρό βόλτες προτού πλησιάσει το «Ξενοδοχείο της Ρωσίας», έμπαινε σε σοκάκια, κρυβόταν σε κατώφλια για να δει αν τον παρακολουθούν. Ούτε βήματα άκουγε πίσω του, όμως, ούτε σκιές με μαύρα αδιάβροχα έβλεπε. Τριγύρισε στις μεγάλες λεωφόρους, πέρασε μπροστά από τη «Γαλλική Αρωματοποιία Μπροκάρ», πήγε κι ήρθε πάνω σε γέφυρες, διασχίζοντας ξανά και ξανά τη Φοντάνκα. Είχε ανασηκωμένο το γιακά του, μα η βροχή τον μαστίγωνε κι αυτός βλάστημούσε. Ελεεινός καιρός για να τριγυρίζει στην πόλη! Νωρίτερα, είχε ακολουθήσει την κοπέλα κι ήξερε με ακρίβεια πού πήγαινε όταν τελείωνε η βάρδια της στο νοσοκομείο: Σένα κομψό σπίτι, σε μια λεωφόρο με δεντροστοιχίες και σιδερένιες αυλόπορτες στολισμένες με οικόσημα. Σένα τέτοιο σπίτι αποθυμούσε πάντα να πάει υπηρέτρια η μητέρα του. Ο Αρκίν είχε μάθει ότι τούτο το σπίτι ανήκε σε κάποιον ντοκτόρ Φεντόριν. Ήταν ένας από εκείνους τους ελεεινούς διανοούμενους, που ανήκαν στη φιλελεύθερη ελίτ της οποίας της άρεσε να συγκαταλέγεται μεταξύ των ανωτέρων τάξεων, αλλά περηφανευόταν ότι έκανε φιλανθρωπικό έργο. Λες και θα μπορούσαν έτσι να γιάνουν το τραύμα που έχασκε στην καρδιά της Ρωσίας. Να βάλουν μια λεπτή γάζα πάνω από το χάος και να ελπίζουν ότι θα το συγκρατήσει.
Όταν θα ερχόταν η επανάσταση, η μπότα των μαζών θα τους έλιωνε κάτι τέτοιους. Μες στο χάος που σίγουρα θα ακολουθούσε την ανατροπή των μισητών Ρομανόφ, άνθρωποι σαν αυτόν το γιατρό δεν θα μπορούσαν να καταλάβουν ότι δεν θα ήταν πια σε θέση νασκήσουν έλεγχο ότι ένας κουρελής αγρότης από τη Σιβηρία ή ένας εργάτης από τα εργοστάσια της Πετρούπολης είχαν το δικαίωμα να τους λένε τι πρέπει να κάνουν. Οι άνθρωποι αυτοί -γιατροί, δικηγόροι ή δάσκαλοι- θα είναι πάντα προδότες του σοσιαλιστικού αγώνα επειδή η σκέψη τους δεν είναι σε θέση να καταλάβει ότι κι αυτοί είναι δούλοι.
Σκούπισε αγριεμένος το πρόσωπο του. Και με τις γυναίκες της ανώτερης τάξης; Τι θα γινόταν μαυτές; Αυτές ήταν μαθημένες να τις ελέγχουν, να τις καθοδηγούν οι πατεράδες κι οι άντρες τους και να τους λένε τι να κάνουν και τι να σκεφτούν. Υπήρχε ελπίδα γιαυτές; Τι σκέψεις είναι αυτές, γαμώτο! Ο Αρκίν σιχαινόταν τον εαυτό του που ήθελε η απάντηση να είναι «Ντα». Ναι, μπορούν να μπουν σε καινούργια καλούπια. Ναι, μπορούν να διδαχτούν να είναι χρήσιμες. Σαν τη μικρή Ιβάνοβα.
Η μητέρα της όμως με τα μαργαριτάρια και τις προκαταλήψεις της; Πώς θα μπορούσε ποτέ της να φανεί χρήσιμη στον αγώνα; Είχε οργιστεί μαζί του όταν της είπε πώς είχε σταματήσει τη μονομαχία. Ο Αρκίν δεν το περίμενε ότι έκρυβε τόση φλόγα μέσα της, κι αυτό, παρά τη θέληση του, τον είχε γοητεύσει.