Выбрать главу

Με τα γόνατα τους να ακουμπάνε, όταν τελείωσε την αφήγηση του της είχε πιάσει το χέρι και της έβγαλε το γάντι. Πόσο απαλό ήταν τ3 δέρμα της! Δεν είχε ιδέα ότι ένα χέρι μπορεί να είναι τόσο απαλό.

Ένα αμάξι πέρασε και τον κατάβρεξε. Πρόφερε μια βρισιά. Απόψε ήταν ευερέθιστος, οι σκέψεις του κοφτερές σαν ξυράφια. Έπρεπε να τον είχε σκοτώσει εκείνο τον Ουσάρο.

Λίγο πιο ψηλά να σκόπευε, έφτανε. Έπρεπε να το έκανε.

Το χρωστούσε στο νεκρό Καρλ. Ωστόσο, είχε κάνει εκείνο που του είχε ζητήσει η Ελιζαβέτα Ιβάνοβα.

Ανάθεμα την αδυναμία του! Τινάχτηκε σαν σκυλί και μπήκε στο «Ξενοδοχείο της Ρωσίας» από την πίσω πόρτα. Διέσχισε την πολύβουη κουζίνα κι ανέβηκε τις σκάλες. Στο δεύτερο όροφο χτύπησε μία από τις πόρτες.

«Εμπρός».

Ο σφυγμός του έγινε πιο ταχύς και μπήκε στο δωμάτιο.

Στο ρόδινο χρώμα που έριχναν οι απλίκες, η Ελιζαβέτα Ιβάνοβα στεκόταν χωρίς μαργαριτάρια, χωρίς γάντια, φορώντας μόνο ένα μεταξωτό κιμονό, με τα μαλλιά της να πέφτουν σαν καλοκαιρινές ηλιαχτίδες στους ώμους της. Η θωριά της έδιωξε τον Τσερνόφ από τη σκέψη του Αρκίν.

 

 

31

Οι μέρες γίνονταν όλο και πιο ζεστές κι η πόλη απαλλασσόταν από το σάβανο της ομίχλης. Οι χρυσοί τρούλοι των εκκλησιών άρχισαν να στραφταλίζουν ξανά, οι ουρανοί έγιναν λαμπροί, τα παλάτια και τ’ ανάκτορα άνοιξαν τα παράθυρα τους για να μπει ο ήλιος και να θρονιαστεί σε βαθιές πολυθρόνες και παχιά χαλιά. Στη Φοντάνκα και τη Μόικα οι πάγοι έλιωσαν κι οι μαούνες άρχισαν ξανά να κουβαλάνε κάρβουνο και ξυλεία στα εργοστάσια έξω απτην πόλη.

Υπαίθριες αγορές ξεφύτρωσαν εδώ κι εκεί. Πραματευτάδες διαλαλούσαν τα εμπορεύματα τους, έχωναν στη μύτη των περαστικών μήλα και κανέλα, παπούτσια και μπαντανόβουρτσες. Η Αγία Πετρούπολη τίναζε τα φουστάνια της κι άρχιζε να χαμογελάει.

Κι η Βαλεντίνα χαμογελούσε. Αφού την περίμενε ο Γιενς, μπορούσε να μη χαμογελάει; Εκείνος έλεγε πως η καθημερινή του βόλτα ως το νοσοκομείο ήταν μια καλή άσκηση για τα πνευμόνια του, αλλά η Βαλεντίνα δεν ήταν και πολύ σίγουρη γι’ αυτό. Ανέπνεε ακόμα με δυσκολία ο καλός της κι όταν πήγαινε νανέβει κάποιο ψηλό πεζοδρόμιο το στήθος του σφύριζε.

Η θέα της γωνιώδους μορφής με τα μαλλιά στο χρώμα του χαλκού, που έλαμπαν στις τελευταίες αχτίδες του ήλιου, κι ο τρόπος που έσκυβε σκεφτικός το κεφάλι καθώς βημάτιζε πέρα δώθε, έκαναν τη Βαλεντίνα να πλημμυρίσει ζωντάνια. Η ζωή αποκτούσε νόημα και σημασία όταν βρισκόταν κοντά του. Σήμερα είχε παρακολουθήσει για πρώτη φορά γέννα - και είχε μείνει εκστατική. Το γεγονός ότι η ζωή ξεκινάει τόσο βίαια, αλλά και με τόση ομορφιά, την είχε κάνει να κλάψει. Όμως κι αυτό ακόμα ωχριούσε μπροστά σεκείνο που της συνέβαινε όταν έβλεπε το Δανό μηχανικό της να την περιμένει.

Ώσπου να φτάσουν στο δρόμο όπου βρισκόταν το διαμέρισμα του Γιενς, ο ουρανός είχε πάρει ένα ξεθωριασμένο λιλά που έκανε τα κτίρια να μοιάζουν με χρωματιστά κουκλόσπιτα.

Ο Γιενς την κρατούσε απτους ώμους. Δεν μιλούσε πολύ για να μη λαχανιάζει, αλλά η Βαλεντίνα τον ψυχαγωγούσε με μια ιστορία για την προϊσταμένη Γκορντάνσκαγια και την αδελφή Ντάρια που κόντεψαν να έρθουν στα χέρια επειδή χάθηκε το στηθοσκόπιο ενός γιατρού.

Ο Γιενς γέλασε κι απότομα τον ένιωσε να τσιτώνεται και να τη σφίγγει πάνω του. Κοίταξε εκεί που κοιτούσε κι αυτός και είδε, σταματημένο έξω από το σπίτι του, ένα κομψό αμάξι με χρυσό οικόσημο ζωγραφισμένο στην πόρτα του.

«Τίνος είναι;» ρώτησε, αν και ήταν σίγουρη για την απάντηση.

«Της κόμισσας Σερόβα». Σταμάτησε και κοίταξε τη Βαλεντίνα στα μάτια. «Θα της πω να φύγει αμέσως».

«Γιατί λες να ήρθε;»

«Μπορεί ναρρώστησε ο Αλεξέι».

Η Βαλεντίνα ανατρίχιασε. Η κόμισσα Ναταλία Σερόβα ήταν έξυπνη και ικανή να χρησιμοποιήσει το γιο της για τους σκοπούς της.

Ούτε στο αμάξι ήταν κανείς ούτε στο χολ της εισόδου. Ο Γιενς άρχισε νανεβαίνει δυο δυο τα σκαλιά, αλλά στα μισά της σκάλας σταμάτησε. Έφερε το χέρι στο στήθος προσπαθώντας ν’ ανασάνει. Η Βαλεντίνα βρέθηκε αμέσως στο πλευρό του και τον στήριξε. Τον αγκάλιασε από τη μέση κι έβρισε μέσα της την κομμένη του ανάσα.

«Τι συγκινητικό!» ακούστηκε από ψηλά.

Η Βαλεντίνα σήκωσε το βλέμμα κι είδε την κόμισσα να στέκεται σημαιοστολισμένη στο πάνω κεφαλόσκαλο. Φορούσε ένα μακρύ πράσινο φόρεμα, μαύρη κάπα, μαύρο ψηλο καπέλο - κι είχε δίπλα της ένα αγόρι. Γύρω στα επτά. Με πράσινα μάτια. Όμορφα, ανήσυχα πράσινα μάτια. Με βλέμμα πολύ ώριμο για την ηλικία του.