Выбрать главу

«Ντιάντια Γιενς! Θείε!»

«Ο Γιενς δεν είναι καλά», είπε ξερά η Βαλεντίνα κοιτάζοντας το καπέλο κι όχι το πρόσωπο της κόμισσας.

«Γιενς!» φώναξε το αγόρι, κατρακύλησε τις σκάλες κι ήρθε να στηρίξει τον άντρα απ’ την άλλη πλευρά.

«Σπασίμπα», μουρμούρισέ εκείνος. «Καλησπέρα, κόμισσα». Φτάνοντας στο κεφαλόσκαλο, τραβήχτηκε από εκείνους που τον στήριζαν και κατάφερε να υποκλιθεί ευγενικά.

«Σε τι οφείλω αυτή την ευχαρίστηση;»

«Ο Αλεξέι ανησυχούσε πολύ. Όταν μάθαμε ότι δεν είσαι καλά, μ’ έπρηξε να τον φέρω να σε δει».

Χαμογελούσε σαν φίδι. Ο Γιενς ανακάτωσε τα καστανά μαλλιά του παιδιού.

«Μια χαρά είμαι», είπε.

Ξεκλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματος του, όμως δεν έκανε τίποτα για να διευκολύνει την κόμισσα. Γύρισε μόνο και γονάτισε μπροστά στο γιο της.

«Τι έχεις εκεί;» τον ρώτησε.

«Ένα δώρο για σένα», αποκρίθηκε χαμογελώντας το παιδί.

«Δική του ιδέα ήταν», είπε η κόμισσα γκρινιάρικα.

Ο Αλεξέι κρατούσε παραμάσχαλα ένα κουτί σαν αυτά όπου βάζουν τα παπούτσια. Τέντωσε τα χέρια του και το έδωσε στον Γιενς. Εκείνος το πήρε, άνοιξε το καπάκι κι έβαλε τα γέλια.

«Για κοίτα τι έχουμε εδώ πέρα!»

Πάνω σε μια στρώση άχυρο βρισκόταν ένα μεγάλο άσπρο ποντίκι. Τα μουστάκια του κουνιόνταν και τα ροζ ματάκια του τους κοιτούσαν ενοχλημένα.

«Σκέφτηκα πως όσο είσαι άρρωστος θα...» έριξε μια γρήγορη ματιά στη Βαλεντίνα και ξαναστράφηκε στον Γιενς.

«Θα μπορούσε να σου κρατάει συντροφιά για να μην είσαι μόνος. Τον λένε Αττίλα».

«Αττίλα;» Ο Γιενς έβαλε ξανά τα γέλια, μα αυτό του προκάλεσε ένα δυνατό βήχα που έκανε το ποντίκι να αγριέψει και να δείξει τα κίτρινα δόντια του. «Υπέροχος είναι! Έχει καρδιά Ούννου κάτω από τη γουνίτσα του. Σπασίμπα, Αλεξέι. Θα γίνουμε καλοί φίλοι».

Φίλησε το αγόρι, κι εκείνο τον αγκάλιασε απ’ το λαιμό.

«Μην κρεμιέσαι πάνω του», πρόσταξε η μητέρα του.

Τα χεράκια του παιδιού μαζεύτηκαν, κι ο Γιενς το οδήγησε στο τραπέζι όπου κάθισαν κι οι δυο να θαυμάσουν τον Αττίλα. Την ίδια στιγμή η Βαλεντίνα κι η Ναταλία Σερόβα κοιτάζονταν με ενδιαφέρον, που προσπαθούσαν να μην το δείξουν.

«Άκουσα ότι μονομάχησε για χάρη σου», σχολίασε χαμηλόφωνα η κόμισσα.

«Όχι ακριβώς».

«Άρα εσύ φταις που τραυματίστηκε».

«Αυτός που φταίει είναι εκείνος που τον πυροβόλησε», αποκρίθηκε ξερά η Βαλεντίνα.

«Μου είπαν ότι αυτός δεν ήταν ο χαριτωμένος λοχαγός Τσερνόφ που αναρρώνει στην αξιοζήλευτη ζεστασιά της Μαύρης Θάλασσας. Ξέρεις ποιος πυροβόλησε;»

«Τι κάνουμε εδώ; Ιερά Εξέταση;»

Η κόμισσα χαμογέλασε παγερά.

«Ρωτάω από περιέργεια. Ξέρεις πόσες κακές φήμες κυκλοφορούν στην Πετρούπολη».

«Υπάρχουν πολλοί κακοί άνθρωποι».

Το προκλητικό ύφος της Βαλεντίνας ενόχλησε την κόμισσα που γύρισε αλλού το βλέμμα, κι η Βαλεντίνα επωφελήθηκε για να πάει να σταθεί δίπλα στον Γιενς. Ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του και γέλασε με τα καμώματα του ποντικιού. Ο Αλεξέι είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια με τα τεράστια αχαμνά του ζώου.

Μητέρα και γιος δεν έμειναν πολύ. Προτού φύγουν, ο Γιενς γονάτισε και φίλησε ξανά το παιδί και στα δυο μάγουλα και του υποσχέθηκε να φτιάξει ένα λαμπρό παλάτι για το ποντίκι. Κι έσφιξε το μικρό στην αγκαλιά του.

«Θα έρθεις όταν γίνεις καλά;» τον ρώτησε ντροπαλά ο Αλεξέι. «Να πάμε ιππασία;»

Ο Γιενς δίστασε. Μια γεμάτη αγωνία σιωπή γέμισε το δωμάτιο κι η κόμισσα δεν τολμούσε ούτε τα βλέφαρα να πεταρίσει.

Η Βαλεντίνα χαμογέλασε, πλησίασε το αγόρι που ήταν ντυμένο σαν ναυτάκι και του χάιδεψε τον ώμο.

«Ασφαλώς θα έρθει και θα σου φέρει να δεις το παλάτι του Αττίλα».

Ο Γιενς την κοίταξε μερικές στιγμές κι υστέρα κούνησε καταφατικά το κεφάλι.

«Ασφαλώς», είπε στο παιδί.

Καθώς η κόμισσα έβγαινε απ’ το δωμάτιο, το φουρφούρισμα της μεταξωτής φούστας της συνόδευε το χαμόγελο θριάμβου που φώτιζε τα παγερά γαλανά της μάτια.

Η Βαλεντίνα έσπρωξε τη βαριά πόρτα της εκκλησίας και μπήκε. Ο ψηλός θολωτός ναός μύριζε θυμίαμα και προσευχές, μα ήταν άδειος.

«Πάτερ Μορόζοφ!» φώναξε στην ψηλή μαυροντυμένη μορφή που άναβε ένα κερί μπροστά στη χρυσοποίκιλτη εικόνα της Παναγίας.

Ο παπάς στράφηκε μένα υπομονετικό χαμόγελο.

«Επέστρεψες, βλέπω».

«Επέστρεψα».

Η Βαλεντίνα στεκόταν στη μέση του μαρμάρινου δαπέδου. Γύρω της εικόνες, τοιχογραφίες και φλόγες κεριών λαμπύριζαν και τα θλιμμένα μάτια των αγίων την κοίταζαν, λες και ήταν αυτή η αμαρτωλή, αυτή η ψεύτρα - αυτή, κι όχι ο ψηλός άντρας με τα ράσα, που κάτω από το καλοσυνάτο χαμόγελο και τα γλυκά λόγια έκρυβε μια γλώσσα που έλεγε ψέματα με την ίδια ευκολία που έδινε την άφεση.

«Τον είδες εκείνον;» ρώτησε η κοπέλα.

«Θα σου πω και σήμερα αυτό που σου έχω πει κι όλες τις άλλες φορές. Ο Βίκτορ Αρκίν δεν έρχεται πια εδώ. Τέκνο μου, είσαι πάντα ευπρόσδεκτη σαυτή την εκκλησία, αλλά εδώ είναι τόπος ειρήνης και προσευχής κι όχι καταδίωξης».