Выбрать главу

«Πότε τον είδες τελευταία φορά;»

«Σου είπα, έχω βδομάδες να τον δω».

«Ξέρεις πού βρίσκεται;»

«Όχι».

«Σίγουρα;»

«Απολύτως». Χαμογέλασε και τα μάτια του κρύφτηκαν μες στις ρυτίδες του. «Δεν σου λέω ψέματα».

«Έμαθες κανένα νέο του;»

«Μόνο ότι έχει τραυματιστεί».

«Βαριά;»

«Δεν ξέρω. Άκουσα όμ,ως ότι έφυγε για τη Μόσχα. Δεν έχω ιδέα αν είναι αλήθεια». Έπιασε το σταυρό που κρεμόταν απ’ το λαιμό του.

«Να του πεις εκ μέρους μου, από τη Βαλεντίνα Ιβάνοβα, ότι δεν μπορεί να κρύβεται αιώνια».

Ο παπάς χαμογέλασε με το ιερατικό χαμόγελο του και φύσηξε να σβήσει το κερί που κρατούσε.

«Τέκνο μου, εδώ είναι ο οίκος του Κυρίου. Ας ειρηνέψει εκείνο που σε ωθεί να αναζητάς με τέτοια μανία αυτόν τον Αρκίν». Και τη σταύρωσε.

«Ευχαριστώ, πάτερ, αλλά θα προτιμούσα να μου χάριζε την πληροφορία που θέλω».

«Σαυτό δεν μπορώ να σε βοηθήσω».

Η Βαλεντίνα διέκρινε στο βλέμμα του την επιφυλακτικότητα και τις σκέψεις που τον έκαναν να της αρνείται τη βοήθεια του. Έκανε μεταβολή και βγήκε βιαστικά από την εκκλησία. Πίσω της, άκουσε τη φωνή του παπά να αντηχεί στον άδειο ναό: «Να έχεις την ευλογία του Θεού, τέκνο μου».

Ήρθε ένα γράμμα από το λοχαγό Τσερνόφ σφραγισμένο με βουλοκέρι. Το οικόσημο, που ήταν χαραγμένο πάνω του, έκανε τη Βαλεντίνα να θέλει να το σκίσει σε χίλια κομμάτια. Χωρίς να το ανοίξει, το πήγε στον πατέρα της, στο γραφείο του. Εκείνος το διάβασε σιωπηλός.

«Ο λοχαγός είναι στην Ελβετία», την ενημέρωσε. «Κάνει ιαματική θεραπεία για το τραύμα του. Δεν θα γυρίσει στην Πετρούπολη πριν από το τέλος του καλοκαιριού». Μιλούσε με ανακούφιση. Κοιτάχτηκαν κι η Βαλεντίνα κούνησε με κατανόηση το κεφάλι.

«Έχεις περιθώριο μέχρι τότε, μπαμπά», είπε. «Το δάνειο που πήρες με ενέχυρο το περιδέραιο, πρέπει να έχει ξεπληρωθεί ως το φθινόπωρο. Τότε πρέπει να επιστρέψω το κόσμημα στο λοχαγό».

«Αν νοιαζόσουν έστω και λίγο για την αδελφή σου θα τον παντρευόσουν», αποκρίθηκε εκείνος και τσαλάκωσε το γράμμα.

«Σε παρακαλώ, μπαμπά. Κάποιος τρόπος θα υπάρχει για να βρεις τα χρήματα. Πούλα τα πάντα. Πούλα το σπίτι μας στο Τέσοβο. Δεν θα το ξαναχρησιμοποιήσουμε ποτέ».

Ο πατέρας της βούλιαξε στην πολυθρόνα του τόσο, που κρύφτηκε σχεδόν πίσω από τους σωρούς των φακέλων που σκέπαζαν το τεράστιο γραφείο του. Τα μαγουλά του είχαν ένα χρώμα ανάμεσα στο κίτρινο και το μελανό.

«Βαλεντίνα, όλη μας η περιουσία βρίσκεται ήδη στα χέρια των τραπεζών. Θα προσπαθήσω, όμως».

 

32

Το καλοκαίρι ερχόταν αργά, διστακτικά, σαν κορίτσι στον πρώτο του χορό. Τα μπουμπούκια στις νεραντζιές δίσταζαν νανοίξουν κι ο ήλιος κρυβόταν συχνά πίσω από τα σύννεφα. Η Αγία Πετρούπολη έμνησκε γκρίζα και κουρασμένη η καπνιά των εργοστασίων κρεμόταν πάνω από τις στέγες κι ο άνεμος δεν είχε το κουράγιο να τη διώξει. Και τη στιγμή που η Βαλεντίνα είχε απογοητευτεί με τους παγωμένους ανέμους από τον κόλπο της Φινλανδίας, που της στερούσαν τις εκδρομές που έκανε κάθε χρόνο με την Κάτια, το καλοκαίρι έφτασε απότομα στην πρωτεύουσα και τη μεταμόρφωσε κάνοντας τη να λάμπει ολόχρυση.

Πρώτη φορά στη ζωή της δεν θα περνούσε το καλοκαίρι στο κτήμα τους στο Τέσοβο. Το γιατί, ήταν προφανές. Ο πατέρας της, απασχολημένος συνέχεια, περνούσε όλο του το χρόνο είτε στο υπουργείο είτε κλεισμένος στο γραφείο του μαζί με διάφορους κυρίους με καλοραμμένες ρεντινγκότες, μεταξωτά ημίψηλα και παραφουσκωμένους χαρτοφύλακες. Έτσι κι αλλιώς, η Βαλεντίνα δεν είχε σκοπό να ξαναπλησιάσει το Τέσοβο ύστερα από ό,τι είχε συμβεί, ύστερα από αυτό που έπαθε η Κάτια. Κι έπειτα, δεν μπορούσε με τίποτα ναφήσει τον Γιενς.

Το καλοκαίρι περνούσε γεμάτο περιπάτους, με τα κορμιά τους νακουμπούν το ένα στο άλλο. Το τραύμα εκείνου γιατρευόταν κι η δύναμη του που επέστρεφε έκανε τη Βαλεντίνα να τα χάνει με την ευκολία που τη σήκωνε και την περνούσε πάνω από κάποιο ρυάκι ή την έσφιγγε απ’ τη μέση όταν εκείνη έσκυβε πάνω από κάποια λιμνούλα. Ήταν ένα καλοκαίρι με παγωτά και αλογάκια της Παναγίτσας, με εξερευνήσεις της πόλης που η Βαλεντίνα την έβλεπε με ένα καινούργιο, κατάπληκτο βλέμμα.

Πήγε τον Γιενς σε συναυλίες του Τσαϊκόφσκι και του Στραβίνσκι στο «Θέατρο Αλεξαντρίνσκι» με τις ψηλές κορινθιακές κολόνες. Αυτός την πήγε στο σταθμό Νικολάιεφσκι για να της δείξει τη θαυμαστή κατασκευή της στέγης του που λες και κρεμόταν στο κενό, και να της εξηγήσει πώς λειτουργούσαν οι ατμομηχανές. Εκείνη όμως πιο πολύ κοιτούσε τη διάφανη επιδερμίδα του και το βάθος των πράσινων ματιών του - αντί για το μουγκρητό των ατμομηχανών, άκουγε μόνο το πάθος στη φωνή του.