Выбрать главу

Έπρεπε να συμπεριφέρεται σαν καθωσπρέπει κοπέλα, κι όχι σαν μουζικάντης.

Σηκώθηκε απότομα κι ανέβηκε τρέχοντας στο δωμάτιο της.

«Καλημέρα, κύριε υπουργέ».

«Καλησπέρα, κύριε υπουργέ».

«Καληνύχτα, κύριε υπουργέ».

Τούτα τα λόγια δεν άρεσαν καθόλου στον Βίκτορα Αρκίν. Εκείνος ήθελε να λέει: «Καλημέρα, σύντροφε».

«Μάλιστα, αφέντη».

«Όχι, αφέντη».

Τούτα τα λόγια του γύριζαν τ’ άντερα.

Κάθε μέρα ο Αρκίν οδηγούσε το «Τουρικούμ» για να πάει τον υπουργό Ιβάνοφ στο υπουργείο Οικονομικών, και κάθε μέρα άκουγε πολλά και διάφορα. Ο υπουργός δεν κρατούσε το στόμα του κλειστό κι ο Αρκίν τον άκουγε να μιλάει με τους συνεργάτες του, όταν τους πήγαινε σε διάφορες συσκέψεις. Μια φορά, μάλιστα, ο υπουργός, έχοντας πιει πάρα πολλά κονιάκ, έκανε τη χαζομάρα ν’ αφήσει το χαρτοφύλακα του στο αυτοκίνητο. Ο Αρκίν διάβασε προσεκτικά το περιεχόμενο του και κράτησε σημειώσεις για μια περίπου ώρα, προτού επιστρέψει το χαρτοφύλακα στον υπουργό.

Το χειρότερο απ’ όλα ήταν τα βράδια που περίμενε στο κρύο σαν σκυλί έξω από διάφορα εστιατόρια, νάιτ κλαμπ, πορνεία. Έξω από το διαμέρισμα της ερωμένης του υπουργού, στο Ισμαηλόφσκι Προσπέκτ. Κάποιες μέρες, όμως, η μαντάμ Ιβάνοβα ζητούσε το αυτοκίνητο αντί για την άμαξα, και τότε ο Αρκίν χαμογελούσε.

Μια τέτοια μέρα ο Αρκίν στεκόταν και κοίταζε την Ελιζαβέτα Ιβάνοβα να κατεβαίνει τη σκάλα της εισόδου και συλλογιζόταν ότι τις γυναίκες της τάξης της μπορούσες να τις τυλίξεις με κουρέλια κι αυτές να εξακολουθούν να δείχνουν αυτό που είναι: Όμορφα, κομψά, αρωματισμένα παράσιτα.

Πλησίασε πατώντας προσεκτικά στα χαλίκια που είχαν σκεπαστεί από ένα λεπτό στρώμα χιονιού κι ας τα είχαν σκουπίσει πριν από μία μόλις ώρα. Εκείνος στεκόταν δίπλα στο αυτοκίνητο ντυμένος με την καφέ στολή του και το πηλήκιο με τη χρυσή ταινία, περιμένοντας τις οδηγίες της.

«Αρκίν, σήμερα θέλω να πας και τις δύο κόρες μου στο εστιατόριο "Γκορντίνο", στη Μόρσκαγια». Τα γαλάζια της μάτια τον κοίταζαν σαν να τον ζύγιζαν, ήθελε να δει αν μπορούσε να τον εμπιστευτεί.

Και τις δύο κόρες. Σπάνιο πράγμα αυτό. Η ανάπηρη δεν έβγαινε συχνά, κι ας είχε βγάλει ο Αρκίν το κάθισμα του συνοδηγού για να μπορεί να μπει το αναπηρικό καροτσάκι της. Φαίνεται πως της το είχε επιβάλει η μεγαλύτερη αδελφή της, η μελαχρινή, εκείνη που τον κοίταζε σαν να μην την ξεγελούσε η στολή του σοφέρ κι ο υποτακτικός τρόπος που κατέβαζε τα μάτια του ο Αρκίν.

Παραλίγο να του ξεφύγει και ν’ αποκριθεί πως σήμερα δεν ήταν ημέρα για να πάνε τα κορίτσια στην πόλη. Κράτησε τες ε5ώ, κόντεψε να της πει. Κατένευσε όμως ευγενικά κι άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου.

Ο Αρκίν άκουγε την κάθε λέξη. Όπως πάντα. Αυτή ήταν η δουλειά του.

Το «Τουρικούμ» ήταν ένα υπέροχο θηρίο. Φερμένο από την Ελβετία, με σκούρα μπλε δερμάτινη ταπετσαρία και εντυπωσιακά μπρούντζινα στολίδια, που ο σοφέρ τα γυάλιζε καθημερινά. Τώρα, καθόταν στη θέση του κουκουλωμένος με το καφέ παλτό του - το κρύο δάγκωνε σαν τίγρη σήμερα. Οι κόρες ήταν κουκουλωμένες κι αυτές μένα βαρύ αρκουδοτόμαρο και στα κεφάλια τους φορούσαν γούνινες κουκούλες.

Οι διαδηλωτές θα κρυώνουν σήμερα. Αυτοί δεν έχουν αρκουδοτόμαρα ούτε γούνινες κουκούλες. Το μόνο που ζεσταίνει τις άδειες κοιλιές τους είναι η οργή.

Διέσχιζαν τους δρόμους της Αγίας Πετρούπολης με τα ψηλά παστέλ κτίρια και τους κατοίκους της να περπατάνε βιαστικά για να μην παγώσουν. Στον Αρκίν άρεσε να βλέπει πολλά αμάξια κι αυτοκίνητα να διασταυρώνονται στους δρόμους. Όσο πιο πολλή κίνηση είχε, τόσο μεγαλύτερο θα ήταν το χάος που θ’ ακολουθούσε.

Με το αφτί τεντωμένο, άκουγε τις κοριτσίστικες κουβέντες τους. Ανοησίες. Ενθουσιασμένες φωνές καθώς πέρασαν μπροστά από το κατάστημα μόδας της μαντάμ Ντικλέ. Μουρμουριστοί έπαινοι έξω από του Ζιρκόφ, που οι βιτρίνες του ξεχείλιζαν από εξωτικές ανατολίτικες πορσελάνες κι εγγλέζικα ασημικά. Κοίταξε λοξά την Κάτια κι είδε πως παρακολουθούσε τον έξω κόσμο όπως εκείνος θα παρακολουθούσε ένα τσίρκο.

«Σήμερα», ανακοίνωσε η Βαλεντίνα, «θα κάνουμε ό,τι μας αρέσει».

«Ναι», αποκρίθηκε η Κάτια. «Ό,τι μας αρέσει».

Την τύλιγε μια αίσθηση ελευθερίας, αφού σπάνια ξέφευγε από την επίβλεψη της μητέρας της και της αδελφής Σόνιας.

Ο Αρκίν πάτησε απότομα φρένο. Μια σειρά αστυνομικών με σκούρες στολές και απειλητικό ύφος έκλειναν το δρόμο. Το αυτοκίνητο σταμάτησε, αλλά η άμαξα που προπορευόταν γλίστρησε άσχημα, καθώς το άλογο που την έσερνε ταράχτηκε από ένα θόρυβο σαν μακρινό μπουμπουνητό που ερχόταν από μπροστά και πλησίαζε.