Выбрать главу

Μια μέρα που κάθονταν στο παραπέτο του ποταμού με τα πόδια τους να κρέμονται πάνω από τα νερά του, με το φρεσκοκομμένο γρασίδι να μοσχομυρίζει, ο Γιενς της ανέπτυξε τα σχέδια του για εκβάθυνση του κόλπου του Νέβα για να διευκολυνθεί η ροή του νερού στην πόλη. Κι έφαγαν ένα μήλο, μια μπουκιά ο ένας, μια ο άλλος.

Μιαν άλλη μέρα πήγαν την Κάτια βόλτα στο δάσος, όπου ένα ελαφάκι ήρθε κι έφαγε απ’ το χέρι της, κι ύστερα πήγαν στον Άγιο Ισαάκ, όπου η Κάτια δάκρυσε από την ομορφιά του.

Μιαν άλλη, ο Γιενς τη φίλησε στα σκαλιά του «Ερμιτάζ»

με τόσο πάθος, που έσβησε για πάντα κάθε άλλη θύμηση από τα χείλη της.

Ήταν κι εκείνη η ημέρα που η Βαλεντίνα κι η μητέρα της στάθηκαν σένα παράθυρο και παρακολούθησαν τον Γιενς με την Κάτια κάτω στον κήπο. Εκείνος σκυφτός ίσιωνε μια ακτίνα από τη ρόδα του αναπηρικού καροτσιού της κι εκείνη κρατιόταν από τον ώμο του. Κι η μητέρα της ψιθύρισε: «Συνειδητοποιείς πόσο τον αγαπάει η αδελφή σου;»

Κι όπως το καλοκαίρι τελείωνε κι άρχιζε να μυρίζει φθινόπωρο, εκεί που κάθονταν οι δυο τους σένα ανοιχτό αμάξι κάτω από το βελούδινο νυχτερινό ουρανό και μετρούσαν ταστέρια, η Βαλεντίνα έγειρε πάνω του και του είπε ότι είναι έγκυος.

«Θα με παντρευτείς;» τη ρώτησε ο Γιενς.

Ο σφυγμός της Βαλε ντίνας βροντοχτυπούσε σταφτιά της. Εκείνος πήρε το χέρι της, το φίλησε, κι έπειτα το γύρισε κι απόθεσε ένα φιλί στον καρπό της. Το φεγγαρόφωτο έκανε το πρόσωπο του να φαντάζει σαν από μάρμαρο, αλλά τα μάτια του πετούσαν φωτιές.

«Βαλεντίνα Ιβάνοβα, θα μου κάνεις την τιμή να με παντρευτείς;»

«Ναι».

«Αύριο;»

Εκείνη γέλασε πνιχτά.

«Όποτε θέλεις».

«Τώρα».

Η Βαλεντίνα έκλεισε τα μάτια. Όταν τα ξανάνοιξε, εκείνος βρισκόταν πάντα εκεί να της κρατάει το χέρι.

«Γιενς, ορκίστηκα στην Κάτια ότι δεν θα την αφήσω ποτέ».

«Τότε, θα έρθει να ζήσει μαζί μας. Τα κτηματικά πάρε δώσε μου με τον Νταβίντοφ πήγαν πολύ καλύτερα από,τι περίμενα. Μπορώ λοιπόν να αγοράσω ένα τέλειο σπίτι που να έχει κι ένα δωμάτιο για την αδελφή σου».

Το είπε τόσο απλά, λες και δεν ήταν τίποτα σπουδαίο.

«Σ’ ευχαριστώ, αγάπη μου».

Ο Γιενς πήρε το πρόσωπο της στις παλάμες του.

«Σαγαπάω», ψιθύρισε και τη φίλησε πολύ απαλά.

«Δεν θα σπάσω αν με φιλήσεις πιο δυνατά», είπε η Βαλεντίνα γελώντας.

Την τράβηξε πάνω του και την έσφιξε τόσο, που της έκοψε την ανάσα.

«Αύριο θα έρθω να μιλήσω στον πατέρα σου».

«Δεν θα του αρέσει».

«Καλά θα κάνει να συνηθίσει στην ιδέα». Το χέρι του κατέβηκε στην επίπεδη ακόμα κοιλιά της κι άρχισε να τη χαϊδεύει.

«Θέλω να είναι αγόρι», ψιθύρισε εκείνη. «Να γίνει μηχανικός και να χτίσει μια καινούργια Πετρούπολη».

«Κορίτσι», είπε εκείνος και χαμογέλασε. «Εγώ θέλω κορίτσι».

«Με τα δικά μου μαλλιά και τα δικά σου μάτια».

«Και το ταλέντο σου στη μουσική. Ένα κορίτσι γεμάτο θάρρος και φιλοδοξίες. Με σβέλτο μυαλό σαν τη μητέρα της».

Μια σπιλιάδα ανέμου έφερε τα μαλλιά της στο πρόσωπο της κι η Βαλεντίνα ανατρίχιασε.

«Κρυώνεις», είπε ο Γιενς.

«Όχι. Από τη συγκίνηση είναι».

Ο Γιενς την τύλιξε με τη ζεστή κουβέρτα του αμαξιού που τη στερέωσε γύρω απτα πόδια της και το λαιμό της.

«Θα σε γυρίσω αμέσως σπίτι. Δεν κάνει να κρυολογήσεις».

«Γιενς, δεν είμαι άρρωστη! Έγκυος είμαι».

Εκείνος της χαμογέλασε τρυφερά κάτω από το ασημένιο φως του φεγγαριού. Κροτάλισε αποφασιστικά τα χαλινάρια και το άλογο ξεκίνησε.

«Γιενς, αύριο είναι τα γενέθλια του πατέρα μου. Έχει κανονίσει να πάμε όλη η οικογένεια στο θέατρο κι ύστερα για φαγητό στο "Αλούρ". Άφησε τον να το χαρεί. Μίλησε του μεθαύριο».

Εκείνος γύρισε και την κοίταξε.

«Θεέ μου, δώσε μου δύναμη! Αρκετά δεν περίμενα;»

«Όχι». Του χαμογέλασε γλυκά.

«Μια μέρα, λοιπόν. Στιγμή παραπάνω».

Η Βαλεντίνα έγειρε πάνω του, κι όπως εκείνος οδηγούσε, τα όνειρα τους έγιναν ένα στο ρυθμό του αμαξιού.

Την άλλη μέρα, ένα ψιλόβροχο έδιωξε τη ζέστη που έπνιγε την πόλη. Το θέατρο ήταν ολόλαμπρα φωτισμένο όταν η οικογένεια Ιβάνοφ πήρε τις θέσεις της στην πρώτη σειρά των θεωρείων και κάθισε στις παχιές βελούδινες πολυθρόνες. Βουητό από φωνές ανέβαινε από την πλατεία. Η αφρόκρεμα της κοινωνίας της Πετρούπολης επιδείκνυε τα κοσμήματα και τα χρυσά παράσημα της, που η λάμψη τους συναγωνιζόταν εκείνη των πολυελαίων. Τυπικά χαμόγελα ήταν αποτυπωμένα κάτω από μεγαλόπρεπες διαμαντένιες τιάρες, για την αγορά των οποίων πολλοί είχαν καταχρεωθεί - κι οι τοκογλύφοι έτριβαν τα χέρια τους. Ωστόσο, δεν μπορούσες να εμφανιστείς χωρίς τέτοια κοσμήματα στην όπερα. Θα σε κορόιδευαν όλοι.

Η Βαλεντίνα τα σιχαινόταν όλα αυτά, μα η μουσική τη βοήθησε να τα ανεχτεί όπως πάντα. Μόλις τα φώτα χαμήλωσαν κι άρχισε η όπερα «Ο θρύλος του τσάρου Σαλτάν», οι δραματικές άριες του Ρίμσκι-Κορσακόφ έκαναν τη Βαλεντίνα να ξεχαστεί. Έκλεισε τα μάτια κι άφησε τις νότες να ζωντανέψουν μέσα της. Χαλάρωσε και μεταφέρθηκε με τη φαντασία της στο διαμέρισμα του Γιενς. Ένα χαλί από ελαφοτόμαρο απαλό σαν πατουσάκι γάτας μπροστά στη φωτιά να χαϊδεύει τη γυμνή της πλάτη, και τα χείλη του Γιενς να σέρνονται στην κοιλιά της και να μουρμουρίζουν στο παιδί που μεγάλωνε μέσα της.