«Αγαπητή μου Βαλεντίνα, απόψε είσαι υπέροχη. Λάμπεις περισσότερο κι από τους πολυελαίους».
Άνοιξε απότομα τα μάτια.
«Λοχαγέ Τσερνόφ!»
Η κατακόκκινη στολή είχε καθίσει ακριβώς δίπλα της.
Ταραγμένη η Βαλεντίνα συνειδητοποίησε ότι είχε γίνει διάλειμμα και οι άλλοι, μαζί κι η Κάτια στο αναπηρικό καροτσάκι της, είχαν περάσει στο μικρό προθάλαμο για να πιουν λίγο κρασί, να φάνε χαβιάρι και να χαιρετίσουν διάφορους γνωστούς που είχαν σπεύσει να υποβάλουν τα σέβη τους. Ο Τσερνόφ δεν είχε αλλάξει, παρόλα όσα είχε τραβήξει. Τα δόντια του μόνο φάνταζαν λίγο πιο κοφτερά και τα μάτια του λίγο πιο οργίλα.
«Βαλεντίνα, δεν μου απάντησες στα γράμματα μου».
«Λοχαγέ, χαίρομαι που σε βλέπω καλά ξανά. Δεν ήξερα ότι επέστρεψες στην Πετρούπολη».
«Στο έγραψα ότι θα ερχόμουν».
Εκείνη δεν είχε διαβάσει κανένα από τα γράμματα του.
«Σου έγραψα μία φορά», του είπε. «Για να σε ενημερώσω ότι ο αρραβώνας μας λύθηκε».
Ο Τσερνόφ άφησε ένα γέλιο σαν γάβγισμα και γύμνωσε τα δόντια του. Άδραξε το γαντοφορεμένο χέρι της και το σφίξε ανάμεσα στα δικά του.
«Σε σάς τις δεσποινίδες αρέσει να κοροϊδεύετε και να προκαλείτε».
«Όχι». Προσπάθησε να τραβήξει το χέρι της, μα εκείνος το κρατούσε σφιχτά. Το σήκωσε αργά και το έφερε στα χείλη του. Μέσα από το λεπτό δέρμα του γαντιού, η Βαλεντίνα ένιωσε το σκληρό τσίμπημα του μουστακιού του.
«Άφησε με».
Είχαν γείρει ο ένας προς τη μεριά του άλλου, σαν εραστές θα έλεγε κανείς, κι η Βαλεντίνα είδε στο σαγόνι του μια ρόδινη ουλή που δεν υπήρχε παλιά. Με το άλλο της χέρι έπιασε δυο δάχτυλα του έτοιμη να τα τραβήξει. Κάτω στην πλατεία ο κόσμος άρχιζε να επιστρέφει στις θέσεις του μέσα σ ένα βουητό από φωνές. Μια έκτη αίσθηση ειδοποίησε τη Βαλεντίνα ότι εκεί πέρα βρισκόταν κι ο Γιενς. Και πραγματικά τον είδε στην πέρα άκρη της πλατείας. Ο Βίκινγκ της, ψηλός κι ευθυτενής, βρισκόταν εκεί, με τα μαλλιά του ανακατωμένα σαν να είχε τρέξει. Και την κοίταζε με το ένα της χέρι στα χείλη του Ουσάρου και το πρόσωπο της ξαναμμένο και κολλημένο σχεδόν στο δικό του. Μένα βογκητό κατάφερε να ελευθερωθεί και πετάχτηκε όρθια.
«Γιενς!» φώναξε, αδιαφορώντας για τα έκπληκτα βλέμματα που στράφηκαν προς το μέρος της. Μα εκείνος είχε εξαφανιστεί. «Ανάθεμα ,σε, Στεφάν!» είπε άγρια κι έφυγε τρέχοντας από το θεωρείο.
Τον βρήκε. Στεκόταν στο μπαρ και κάπνιζε ακουμπισμένος σε μια μαρμάρινη κολόνα, αδιάφορος για τον κόσμο που συνωστιζόταν γύρω του.
«Γιενς, δεν ήξερα πω;ς θα ερχόσουν».
«Είναι φανερό».
«Ο λοχαγός Τσερνόφιήρθε να με χαιρετίσει».
«Πολύ φιλικός χαιρετισμός».
«Όχι». Ακούμπησε :ο χέρι της στο μπράτσο του προσπαθώντας να αποκαταστήσει μια επαφή. «Δεν ήταν έτσι όπως σου φάνηκε. Άκουσε με σε παρακαλώ.»
Μια κραυγή ακούστηκε απέξω. Στο κατώφλι στεκόταν ένας άντρας με κάπα και ημίψηλο που έσταζαν από τη βροχή «Πυροβόλησαν τον πρωθυπουργό!» φώναζε ξανά και ξανά. «Πυροβόλησαν τον πρωθυπουργό!»
Τρομαγμένες φωνές γέμισαν το μπαρ. Ο Γιενς αγκάλιασε τη Βαλεντίνα από τη μέση κι άνοιξε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος για να πλησιάσει αυτόν που έφερε την είδηση.
«Τι συνέβη;»
«Μπόζι μόι! Θεέ μου! Ήταν στο θέατρο, στο Κίεβο, απόψε. Ένας απαυτούς τους δολοφόνους, τους επαναστάτες, τράβηξε όπλο και πυροβόλησε τον Στολίπιν κατάστηθα. Δεν φορούσε αλεξίσφαιρο γιλέκο». Δάκρυα μούσκευαν το πρόσωπο του άντρα.
«Πέθανε; Λέγε άνθρωπε!» μούγκρισε ο Γιενς.
«Αένε ότι πεθαίνει».
«Ο Στολίπιν πεθαίνει! Ο Θεός να φυλάξει τη Ρωσία!»
«Γρήγορα!» φώναξε ο άγνωστος. «Φύγετε από δω! Λένε ότι οι επαναστάτες θα χτυπήσουν όλα τα θέατρα απόψε.
Στο Κίεβο. Στη Μόσχα. Για να μας σκοτώσουν. Ακόμα κι εδώ!»
Προτού προλάβει ναποσώσει τα λόγια του, το πλήθος το έβαλε πανικόβλητο στα πόδια πετώντας ποτήρια, τσιγάρα και πούρα εδώ κι εκεί.
Η Βαλεντίνα δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πανικό. Ουρλιαχτά, ποδοβολητά, κραυγές τρόμου. Στο πεζοδρόμιο καπέλα πεταμένα, τσαλαπατημένα μες στη βροχή. Με σπρωξιές κι αγκωνιές ο κόσμος έτρεχε να μπει στα αμάξια του, φώναζε στους αμαξάδες αδιαφορώντας για τις κραυγές των αστυνομικών που προσπαθούσαν να επιβάλουν κάποια τάξη.
«Γιενς, δεν μπορεί να είναι αλήθεια».
Έψαχναν για την οικογένεια της, αλλά ομπρέλες και ψηλά καπέλα έκρυβαν τα πανικόβλητα πρόσωπα.