Выбрать главу

«Το ότι ο Στολίπιν είναι νεκρός;»

«Όχι. Το ότι οι επαναστάτες επιτίθενται σόλα τα θέατρα. Δεν μπορεί να είναι αλήθεια».

«Μάλλον πρόκειται για μια διάδοση που έχει σκοπό να προκαλέσει φόβο και χάος. Ας μην το διακινδυνέψουμε, όμως, ας απομακρυνθούμε».

«Γιατί;» Σταμάτησε απότομα κι ανάγκασε και τον Γιενς να σταθεί και να την κοιτάξει. «Γιατί; Τι θα κερδίσουν προκαλώντας το χάος;»

«Έλα να βρούμε την αμαξά σου».

«Όχι». Του τράνταξε το μπράτσο. «Πες μου τι φοβάσαι».

Εκείνος την κοίταξε γεμάτος ένταση.

«Φοβάμαι πως κάποιος το οργάνωσε για να κάνει κάτι επωφελούμενος από τον πανικό».

«Τι πράγμα;»

«Δεν ξέρω. Έλα, ας μη στεκόμαστε».

Την τράβηξε μπροστά, μα εκείνη του έδειξε ανάμεσα στις άμαξες που προκαλούσαν συμφόρηση στο δρόμο.

«Να ο μπαμπάς».

Ο Γιενς άνοιξε δρόμο και έφτασαν στους γονείς της Βαλεντίνας που στέκονταν δίπλα στην αμαξά τους. Μπροστά τους βρισκόταν άδειο το αναπηρικό καροτσάκι.

«Πού είναι η Κάτια;» ρώτησε η Βαλεντίνα.

«Χάθηκε».

«Ποιος την πήρε;»

Ο Γιενς χρειάστηκε να επαναλάβει την ερώτηση. Η Ελιζαβέτα Ιβάνοβα στεκόταν με το χέρι στο στόμα, μάτια θολά, κινήσεις νευρόσπαστου. Ο άντρας της ακριβώς το αντίθετο: Χτυπούσε τα πόδια του στο χώμα, ένας οργισμένος χείμαρρος κυλούσε απ’ το στόμα του και κοπανούσε με το δάχτυλο το στήθος ενός από τους αστυνομικούς που είχαν μαζευτεί γύρω τους.

«Τρέχα να βρεις την κόρη μου, ηλίθιε!» ούρλιαξε. «Την απήγαγαν!»

Πήγαν και στάθηκαν έξω από μια πόρτα του θεάτρου με τη βροχή να τους μουσκεύει. Από κει είχαν βγει οι Ιβάνοφ με την Κάτια ασφαλή μαζί τους.

«Μαντάμ Ιβάνοβα», είπε ο Γιενς, «πείτε μου ξανά τι συνέβη».

Εκείνη δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Έτρεμε ολόκληρη, τα χείλη της κουνιόνταν, μα ήχος κανένας δεν έβγαινε.

«Ελιζαβέτα!» την προέτρεψε ο άντρας της.

Ο Γιενς στάθηκε μπροστά της, την έπιασε απτους αγκώνες και την ανάγκασε να τον κοιτάξει.

«Έπαθε κάτι η Κάτια μες στον πανικό;» ρώτησε.

Εκείνη κούνησε το κεφάλι, ξεροκατάπιε και είπε: «Νιετ. Αυτή δεν πανικοβλήθηκε. Κρατιόταν σφιχτά στο καρότσι της». Τα φρύδια της έσμιξαν καθώς ανακαλούσε στη μνήμη της τη σκηνή. «Αυτή.»

Ο Γιενς έσκυψε πάνω της.

«Τι συνέβη;»

«Ο σύζυγος μου πήγε να βρει την αμαξά μας».

«Σκεφτείτε, μαντάμ. Σκεφτείτε. Ο υπουργός άφησε εσάς και την Κάτια εδώ. Κι ύστερα;»

«Με ακολουθούσαν η πριγκίπισσα Μαρία κι ο σύζυγος της».

«Μιλήσατε;»

Η Ελιζαβέτα είχε αρχίσει να τα χάνει. Τα μάτια της έγιναν γυάλινα. Κούνησε σαν χαζή το κεφάλι.

«Εκείνη ούρλιαζε».

«Η Κάτια;»

«Όχι». Μόλις που ακούστηκε.

«Η πριγκίπισσα Μαρία ούρλιαζε;»

Καμιά απάντηση. Ο Γιενς την έπιασε και την τράνταξε.

Το κεφάλι της πήγε κι ήρθε.

«Ναι. Είχε πέσει. Το μάγουλο της ήταν.»

«Τους μιλήσατε;»

«Ναι». Ανατρίχιασε. «Πανικός παντού. Όταν γύρισα, το καροτσάκι ήταν άδειο».

«Μαμά». Η Βαλεντίνα μίλησε για πρώτη φορά. Η φωνή της ήταν ήρεμη, μα ακουγόταν σαν να ερχόταν από πολύ μακριά. «Είχε τρομάξει η Κάτια; Από τον πανικό και τις φωνές;»

«Όχι. Την είχαν συναρπάσει».

Η Βαλεντίνα έπιασε τον Γιενς από το χέρι και τον τράβήξε. «Γρήγορα. Έλα μαζί μου».

«Πού πας;» φώναξε ο πατέρας της. «Κι η αδελφή σου;»

«Πάω να τη βρω, μπαμπά».

Η βροχή έπεφτε πάνω της και της μούσκευε το πρόσωπο που τα φώτα του δρόμου το έκαναν να φαντάζει μαρμάρινο. Τα μάτια της είχαν το σκληρό χρώμα του κάρβουνου.

Καβάλησαν κι οι δυο το άλογο του πιο γρήγορα θα έκαναν έτσι παρά μένα αμάξι. Οι δρόμοι ήταν πηγμένοι, η βροχή είχε δυναμώσει κάνοντας τρομακτικό θόρυβο. Όλος ο κόσμος ήταν εκνευρισμένος, κι αυτό προκαλούσε ατυχήματα και ταραχή.

Ο Ήρωας, το άλογο του Γιενς, ανέβαινε όποτε χρειαζόταν σε πεζοδρόμια, οδηγημένο από τον κύριο του, και ξεπερνούσε όλα τα εμπόδια. Προχωρούσαν γρήγορα. Ο Γιενς ένιωθε την κάψα που ανέδινε το κορμί της Βαλεντίνας, μύριζε τα βρεγμένα της μαλλιά. Την είχε τυλιγμένη με την κάπα του κι εκείνη κρατιόταν από τη χαίτη του αλόγου τόσο δυνατά, που κόντευε να του ξεριζώσει τις τρίχες. Είχαν καβγαδίσει άσχημα.

«Γιενς, οι επαναστάτες την πήραν».

«Όχι, Βαλεντίνα. Σκέψου προσεκτικά. Πρέπει να είναι απλοί απαγωγείς που θέλουν ναποσπάσουν λίτρα απτον πατέρα σου». Θεέ και Κύριε, συλλογιζόταν ο Γιενς, χς μην είναι επαναστάτες. Τα μαχαίρια τους δεν θα δίσταζαν να κόψουν το λαιμό μιας κοπέλας της ανώτερης τάξης.

«Όχι», επέμεινε η Βαλεντίνα. «Αυτοί είναι, είμαι σίγουρη. Βασανίζουν την οικογένεια μου και δεν θα ησυχάσουν μέχρι να μας δουν όλους νεκρούς».

Ο Γιενς ένιωθε τώρα μια παγωμένη ανάσα στο σβέρκο του. Είχε πάει μαζί της γιατί δεν άντεχε τη σκέψη ότι η αγαπημένη του θα τριγύριζε μόνη στις φτωχογειτονιές της Πετρούπολης. Μα αυτό που έκαναν ήταν τρέλα.