Ο μεταλλουργός εργάτης κι η γυναίκα του -αυτή που κοιμόταν με τα πεθαμένα παιδιά- ήταν σπίτι τους. Όταν μπήκαν, ο Γιενς κοίταξε ένα γύρω. Τουλάχιστον τώρα το δωμάτιο ήταν κάπως πιο καθαρό. Τον κοίταξαν κι οι δυο με στενεμένα μάτια, όπως κοιτάς μια κατσαρίδα που ετοιμάζεσαι να λιώσεις. Καθισμένοι στο τραπέζι, είχαν μπροστά τους δυο μεγάλα ποτήρια μπίρα. Έπιναν για κάποια επιτυχία; Έκαναν κάποια πρόποση; «Πέθανε», ανάγγειλε ευχαριστημένος ο Ιβάν. «Ο πρωθυπουργός Πιοτρ Στολίπιν είναι νεκρός».
«Όχι ακόμα», τον διόρθωσε ο Γιενς. «Απόσο ξέρω, τραυματίστηκε».
Η γυναίκα κοίταζε επίμονα τη Βαλεντίνα.
«Τι έχει αυτή;» ρώτησε.
«Πού είναι η αδελφή μου;» μίλησε η Βαλεντίνα.
«Η ανάπηρη;»
«Ναι. Την απήγαγαν». Η φωνή της ακούστηκε στεγνή.
«Πιστεύω ότι την αιχμαλώτισαν οι επαναστάτες σας. Θέλω να πάτε στους φίλους σας και να τους ρωτήσετε πού την κρατάνε».
Ο Ιβάν κι η Βάρενκα κούνησαν αόριστα τα κεφάλια. Ο Γιενς κοπάνισε τη γροθιά του στο τραπέζι κάνοντας την μπίρα να χυθεί απ’ τα ποτήρια.
«Θα δώσω στον καθένα σας μισθούς έξι μηνών».
Τα μάτια τους άστραψαν από ενδιαφέρον.
«Αρκεί να μάθετε πού κρατάνε την αδελφή της».
«Γιατί να την πάρουν οι επαναστάτες;» ρώτησε η Βάρενκα.
«Για να ασκήσουν πολιτική πίεση στον πατέρα της, τον υπουργό Ιβάνοφ».
Ο Ιβάν έγειρε τους ώμους του, λες κι ήταν έτοιμος να παλέψει.
«Κι αν αρνηθούμε;»
«Τότε θα υποχρεωθώ να επιμείνω».
Ο Γιενς περίμενε, όμως δεν είχε την υπομονή της Βαλεντίνας. Ένιωθε να πνίγεται μέσα σεκείνο το μικρό, υγρό δωμάτιο με το ραγισμένο ταβάνι. Κάθε φορά που η γυναίκα έριχνε ένα ξύλο στη φωτιά, καπνός σκέπαζε τα έπιπλα και γέμιζε τα πνευμόνια τους. Κάπως έτσι σκεπαζόταν χι •η αλήθεια, συλλογιζόταν ο Γιενς.
Η αλήθεια που πιστεύει κάποιος κι η αλήθεια που λέει είναι δυο διαφορετικά πράγματα- αλλάζουν συχνά σχήμα και μορφή. Οι μπολσεβίκοι κι οι μενσεβίκοι κόβουν και ράβουν κάθε τόσο τις υποτιθέμενες αλήθειες τους καθώς ανταγωνίζονται για ισχύ και δύναμη, σαν τα τσακάλια πάνω από ένα ψοφίμι, αλυχτώντας για δικαιοσύνη και ισότητα. Μα τι είδους δικαιοσύνη είναι η απαγωγή μιας ανάπηρης κοπέλας; Τι είδους ισότητα κάνει τους ισχυρούς να καταβροχθίζουν τους αδύναμους; Αχ, Βαλεντίνα, πρόσεχε. Πρόσεχε, αγάπη μου.
Κάθονταν στο τραπέζι, κι η Βαλεντίνα είχε το χέρι της χωμένο μες στο δικό του. Η γυναίκα τους παρακολουθούσε σιγοπίνοντας την μπίρα της, κι έσφιγγε κάθε τόσο το κεφαλομάντιλό της. Δύο ώρες πέρασαν έτσι. Ο Γιενς έβλεπε την ένταση στο βλέμμα της Βαλεντίνας, έβλεπε τις σκέψεις της να διαγράφονται στα μάτια της, άκουγε σχεδόν το μυαλό της να δουλεύει - και φοβόταν για την ασφάλεια της. Κάποια στιγμή του έσφιξε δυνατά το χέρι και τον κοίταξε κατάματα.
Και την άλλη στιγμή η πόρτα άνοιξε και, μαζί με το νυχτερινό παγωμένο αέρα, μπήκαν ο Ιβάν κι άλλοι τρεις άντρες με κουρελιασμένα σακάκια. Ο Γιενς σηκώθηκε. Η Βαλεντίνα δεν γύρισε να τους κοιτάξει, λες και ήξερε κιόλας τι θα έλεγαν. Ο Ιβάν πήγε κοντά στη φωτιά να ζεσταθεί.
«Λοιπόν;» ρώτησε σιγανά η Βαλεντίνα με το βλέμμα καρφωμένο πάντα στον Γιενς.
«Εσύ», την έδειξε ο Ιβάν, «έλα μαζί μας. Εσύ», κι έδειξε τον Γιενς, «περίμενε εδώ».
«Όχι!» Ο Γιενς έκανε να την πάρει αγκαλιά, μα η Βαλεντίνα πήδηξε μπροστά του και πήρε το πρόσωπο του στις παλάμες της.
«Συγγνώμη, αγάπη μου», του ψιθύρισε χαι τον φίλησε.
Την ίδια στιγμή μια έκρηξη έγινε μέσ στο κεφάλι του Γιενς κι ένιωσε τον εγκέφαλο του να γίνεται μυριάδες κομματάκια. Κι ο πόνος από το χτύπημα τον έριξε σένα μαύρο απύθμενο πηγάδι.
33
Η βροχή έπεφτε αδιάκοπα. Παγερά ρυάκια νερού κατρακυλούσαν από τη στέγη της ίζμπας κι έπεφταν με θόρυβο στους τσίγκινους κουβάδες. Ο Βίκτορ Αρκίν, όμως, μόλις που άκουγε το θόρυβο. Πήγαινε πέρα δώθε πάνω στα σάπια σανίδια και το μυαλό του αναζητούσε σαν τρελό απαντήσεις στα χιλιάδες ερωτήματα που τον βασάνιζαν.
Θα έρχονταν; Πόσα ήξερε εκείνη; Τι είχε δει; Μήπως η κοπέλα ήταν ένα δόλωμα που του είχε ρίξει η Οχράνα για να τον πιάσει; Ποιον μπορούσε να εμπιστευτεί; Έτσι γινόταν πάντα: Γύριζε συνέχεια να κοιτάξει πίσω του, να καλύψει τα νώτα του. Αυτό ήταν το τίμημα που έπρεπε να καταβάλει.
Είχε ετοιμάσει το δωμάτιο. Αυτή όμως δεν θα ήταν σαν την άλλη, την ανάπηρη. Έπρεπε να προσέχει την κάθε του κίνηση. Ο Αρκίν είχε δει τη δύναμη που κρυβόταν πίσω από εκείνα τα μεγάλα μαύρα μάτια και το πορσελάνινο πρόσωπο. Ήξερε καλά ότι, έτσι και της δινόταν η ευκαιρία, θα τον έκανε κομμάτια. Μα ήταν προετοιμασμένος.
Σταμάτησε να βηματίζει και κοίταξε έξω από το μικρό βρόμικο παράθυρο. Τρεις η ώρα το πρωί. Τι περίμενε; Το σκοτάδι έξω ήταν αδιαπέραστο και το ανεμοβροχο έπνιγε κάθε ήχο. Τούτο το χωριατόσπιτο βρισκόταν καταμεσής ενός βαλτότοπου που τον διέσχιζε ένας και μοναδικός ανυψωμένος χωματόδρομος.