Μία ολόκληρη ώρα στεκόταν στο παράθυρο. Κοιτούσε κι αφουγκραζόταν. Η μητέρα των δυο κοριτσιών ερχόταν συνέχεια στη σκέψη του: Οι απόκρυφες κοιλότητες του κορμιού της, η σαν βούτυρο γεύση της σάρκας της, τα γαλανά της μάτια που δεν τον άφηναν σε ησυχία έτσι που τον κοίταζαν παγωμένα, ταραγμένα, σοκαρισμένα. Κι η φωνή της, άγρια σαν τις Ερινύες να τον κυνηγάει και να φωνάζει τόνομα του, καθώς εκείνος απομακρυνόταν από το θέατρο με την κόρη της στην αγκαλιά του. Έπρεπε να την κάνει να τον μισήσει για να μπορέσει κι αυτός να ελευθερωθεί από κείνη.
Πέρασε άλλη μία ώρα. Ο Αρκίν πήρε τη λάμπα πετρελαίου απ’ το γάντζο όπου κρεμόταν και ξεκλείδωσε την πόρτα στο βάθος του δωματίου. Το κίτρινο φως της λάμπας έσκισε το σκοτάδι και φώτισε την κοπέλα που ήταν κουλουριασμένη στο κρεβάτι. Την αποκαλούσε «κοπέλα», ποτέ Κάτια. Έτσι ήταν καλύτερα, πιο σίγουρα. Έτσι μπορούσε να την κοιτάζει και να μην αρρωσταίνει από οίκτο. Η κοπέλα.
Ποτέ η Κάτια.
Σήκωσε ψηλά τη λάμπα. Εκείνη τον κοίταξε με κάτι μάτια τεράστια, γεμάτα κατηγόρια.
«Φύγε», ψιθύρισε.
«Κρυώνεις;»
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
«Πονάς;»
Το ίδιο κούνημα. Ψεύτρα, συλλογίστηκε ο Αρκίν.
«Φύγε», του ψιθύρισε ξανά.
Εκείνος ακούμπησε τη λάμπα στο πάτωμα, άναψε τσιγάρο και ξεφύσηξε δυνατά για να σκεπάσει την αγωνιώδη αναπνοή της.
«Μη μου πεθάνεις», της είπε.
Εκείνη σκέπασε το πρόσωπο της με τη λεπτή κουβέρτα.
«Φύγε», ψιθύρισε κι η φωνή της μόλις που ακούστηκε.
Στάθηκε να την κοιτάζει ένα ολόκληρο λεπτό περιμένοντας να του βάλει τις φωνές. Όμως, τίποτα. Πήρε λοιπόν τη λάμπα, βγήκε και κλείδωσε την πόρτα. Πιο εύκολα ήταν έτσι.
Κατέβασαν τη μεγάλη αδελφή από το κάρο τόσο άγρια, που εκείνου του ήρθε να τους αρχίσει στα χαστούκια. Είχε διαλέξει αυτούς τους τρεις επειδή ήταν οι λιγότερο αψίθυμοι και δεν θα την πείραζαν. Τόσες ώρες όμως που γύριζαν μες στη βροχή κάνοντας βόλτες με το κάρο για να μην τους παρακολουθήσει κανείς, τα νεύρα τους είχαν τεντωθεί άσχημα. Και ξέσπασαν σαυτήν.
Του φάνηκε πολύ πιο μικροκαμωμένη απόσο τη θυμόταν. Μουσκεμένη ως το κόκαλο με τα μαλλιά κολλημένα στο πρόσωπο, τα δόντια της να χτυπάνε - όσο κι αν προσπαθούσε να τα συγκρατήσει. Δεν ήθελε με τίποτα να του δείξει ότι φοβόταν. Τέτοια ήταν αυτή. Το θυμόταν καλά ο Αρκίν.
Την έβαλαν με σπρωξιές να καθίσει σε μια καρέκλα στο τραπέζι, με τα μάτια της πάντα δεμένα, το ίδιο και τα χέρια. Ο Αρκίν έβλεπε το λουρί που της έδενε τους καρπούς να χώνεται στο δέρμα της, να το χαράζει με κόκκινες γραμμές. Πήρε μια καρέκλα και κάθισε απέναντι της.
«Ξέρω ποιος είσαι», είπε εκείνη προτού προλάβει να της μιλήσει. «Μη νομίζεις ότι μπορείς να μου κρυφτείς».
Εκείνος περίμενε, προσπαθούσε να φανταστεί τι σκεφτόταν η κοπέλα. Με δεμένα μάτια, μούσκεμα, σένα δωμάτιο που μύριζε αντρίλα, θα προσπαθούσε να υπολογίσει από τις ανάσες τους πόσοι ήταν. Μοναδικό της όπλο ήταν τα λόγια της. Το πανωφόρι της είχε χαθεί και προφανώς δεν είχε ιδέα πώς κολλούσε πάνω της η βραδινή της τουαλέτα, διάφανη σχεδόν από το νερό, να τονίζει τις λεπτές καμπύλες της και το απαλό χρώμα της να την κάνει να μοιάζει μεκείνες τις κούκλες που ντύνουν και γδύνουν τα παιδιά.
«Ξέρω ποιος είσαι». Όσο κι αν προσπαθούσε να ελέγξει τη φωνή της, η οργή της δεν κρυβόταν με τίποτα. «Είσαι ο Βίκτορ Αρκίν. Ο σοφέρ του πατέρα μου».
Αυτό το τελευταίο το είπε για να του υπενθυμίσει πως ήταν κάτι μηδαμινό. Τράβηξε απότομα το πανί που της έκλεινε τα μάτια κι εκείνη πετάρισε τα βλέφαρα τυφλωμένη από το ξαφνικό φως.
«Διάνα έκανες», της είπε κεφάτα. «Είσαι πανέξυπνη».
«Δεν ήταν τόσο δύσκολο», του απάντησε ειρωνικά.
«Να θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό που ζεις ακόμα, ύστερα από εκείνη τη μαχαιριά που μου δωσες».
«Πού είναι η αδελφή μου;»
«Κοιμάται».
«Πολύ αμφιβάλλω». Σηκώθηκε, μα αμέσως δυο άντρες την άρπαξαν απτα μπράτσα. «Πηγαίνετε με να τη δω».
«Πρώτα θα μιλήσουμε».
«Σε παρακαλώ, Αρκίν». Έτρεμε ολόκληρη από οργή αλλά η φωνή της ήταν σταθερή. «Μπορούμε να μιλήσουμε αύριο. Εγώ θα έχω στεγνώσει κι εσύ θα έχεις κοιμηθεί λιγάκι».
Ήταν τόσο φανερό ότι είχε τρία μερόνυχτα να κοιμηθεί; Κάθε φορά που κουνούσε τα βλέφαρα του ένιωθε λες και τα μάτια του ήταν γεμάτα άμμο. Έκανε ένα κοφτό νόημα προς την πόρτα στο βάθος. Προτού ανοίξει το στόμα του, εκείνη είχε βρεθεί εκεί.
«Ανοίξτε της», γάβγισε ο Αρκίν. Τους γύρισε την πλάτη, πήγε στο άλλο υπνοδωμάτιο κι έπεσε σένα γυμνό στρώμα που βρισκόταν στη γωνία. Δεν κοιμήθηκε.
«Κάτια!»
Η Βαλεντίνα αγκάλιασε την αδελφή της. Παρόλο που ήταν παγωμένη, ο ιδρώτας της μύριζε βαριά σαν ζώου.