Выбрать главу

«Καλά είμαι», αποκρίθηκε εκείνη.

«Ασφαλώς», της είπε, κι ας ήταν φανερό ότι η αδελφή της πονούσε. Την τύλιξε καλά με την κουβέρτα που βρομοκοπούσε ούρα.

«Γιατί είσαι εδώ;» τη ρώτησε καταστενοχωρημένη εκείνη. «Σέπιασαν κι εσένα; Ο Αρκίν τα κάνει όλα, το καταλαβαίνεις; Ο σοφέρ! Τι θα μας κάνει; Το ξέρει ο μπαμπάς; Βαλεντίνα, είσαι μούσκεμα. Βγάλε τα ρούχα σου».

«Σώπασε, καλή μου, σώπασε». Της έσφιξε το χέρι. «Ηρέμησε. Τώρα είμαστε μαζί. Μη φοβάσαι, ο Αρκίν δεν θα μας κάνει κακό».

«Θα μας κάνει».

«Όχι. Θα μιλήσω μαζί του το πρωί. Απόψε δεν ήταν.»

«Γιατί εμάς;»

«Αχ, Κάτια, δεν ξέρω. Υποθέτω πως θέλει να πιέσει τον μπαμπά να κάνει κάτι».

Ένα βογκητό βγήκε από τα χείλη της Κάτιας.

«Ο μπαμπάς δεν θα κάνει τίποτα εναντίον του τσάρου.

Ούτε καν για χατίρι μας».

«Δεν το ξέρουμε. Σώπα. Ας περιμένουμε να ξημερώσει.

Δεν θαργήσει. Προσπάθησε να κοιμηθείς».

«Πρέπει να βγάλεις το φόρεμα σου. Τρέμεις σαν ψάρι».

«Δεν γδύνομαι μ’ αυτούς απέξω».

Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Μόνο κάτω απ’ τη χαραμάδα της πόρτας έμπαινε λίγο φως. Η Βαλεντίνα πήγε και χτύπησε την πόρτα με τη γροθιά της.

«Ανοίξτε!» φώναξε.

Καμιά απάντηση.

Χτύπησε ξανά.

«Θέλω να σας μιλήσω».

«Σκασμός!» γρύλισε μια άγνωστη φωνή. «Άνοιξε αμέσως!»

«Σκάσε, σκύλα!»

Η Βαλεντίνα κλότσησε δυνατά την πόρτα που έτριξε ολόκληρη.

«Θέλω στεγνά ρούχα».

«Κατουρά μας!»

«Στεγνά ρούχα κι άλλη μια κουβέρτα. Έναν κουβά. Κι ένα κερί!»

Κλότσησε ξανά την πόρτα κι έβρισε σιγανά. Μέχρι που βαρέθηκε κι άρχισε πάλι να κοπανάει την πόρτα με τις γροθιές της.

«Σταμάτα». Η φωνή του Αρκίν.

Το κλειδί έτριξε στην κλειδαριά κι η πόρτα άνοιξε. Στο φως όρμησε στο δωμάτιο, η Βαλεντίνα είδε την Κάτια κουλουριασμένη στο κρεβάτι να δαγκώνεται τόσο δυνατά, που το κάτω χείλι της είχε ματώσει.

«Ορίστε», είπε ξινά ο Αρκίν. «Ρούχα, κουβέρτα, κουβάς. Κερί όχι».

Άρχισε να κλείνει την πόρτα.

«Στάσου».

Στάθηκε.

«Η αδελφή μου χρειάζεται παυσίπονα».

«Όχι».

Η πόρτα έκλεισε με βρόντο.

«Ανάθεμα σε, Αρκίν!» ούρλιαξε η Βαλεντίνα και κλότσησε μόλη της τη δύναμη την πόρτα. «Να καείς στην κόλαση!»

Το παράθυρο είχε κλειστά παντζούρια κι από μέσα τους μια χοντρή σιδεριά. Ωστόσο, το φως της ημέρας γλίστρησε από τις χαραμάδες των ξύλων και το μαύρο έγινε γκρίζο. Επιστρατεύοντας τις νοσηλευτικές της γνώσεις η Βαλεντίνα έβαλε την αδελφή της να ανακουφιστεί στον κουβά. Κι ένιωσε μεγάλη έκπληξη όταν, έτσι όπως την κρατούσε όρθια, διαπίστωσε ότι η Κάτια ήταν ψηλότερη από κείνη. Πότε είχε γίνει αυτό; Μιλούσαν σιγανά κρατημένες χέρι χέρι. Η Κάτια δεν έπαιρνε τα μάτια της από τη Βαλεντίνα, λες και φοβόταν μήπως εξαφανιστεί έτσι και κοίταζε αλλού.

«Δεν έπρεπε να έρθεις εδώ», είπε η Κάτια. «Κι αν πάθω κάτι εγώ, δεν έχει και πολλή σημασία. Ο Γιενς όμως πώς θα ζήσει χωρίς εσένα;»

«Καμιά μας δεν θα πάθει τίποτα, χαζούλα. Λες να σάφηνα να το σκάσεις απ’ το σπίτι χωρίς εμένα;»

Η Κάτια γέλασε σιγανά κι έτριψε το σβέρκο της.

«Δεν ήθελες να τα χαρώ όλα μόνη μου, ε;»

Η Βαλεντίνα της χάιδεψε το χέρι.

«Πες μου, Κάτια. Με καταριέσαι καθημερινά που σηκώθηκα και πήγα βόλτα με το άλογο εκείνη την ημέρα στο Τέσοβο;»

Αυτή την ερώτηση δεν την είχε ξανακάνει ποτέ.

«Όχι βέβαια».

«Αν είχα μείνει στο σπίτι, δεν θα πήγαινες στο γραφείο».

«Θα πήγαινα. Δεν με έστειλες εσύ εκεί για να φέρω μια πένα».

Η Βαλεντίνα ένιωσε την καρδιά της να σταματάει.

«Ποιος σέστειλε;»

«Ο μπαμπάς».

Η Βαλεντίνα είχε ακουμπισμένα τα δεμένα χέρια της πάνω στο τραπέζι, όπως την είχε προστάξει εκείνος. Δεν της τα είχαν δέσει τόσο σφιχτά όσο χθες, μπορούσε να κουνάει τα δάχτυλα της. Αυτό έκανε και τώρα και για μια στιγμή η σκέψη της πήγε στα πλήκτρα του πιάνου.

«Βαλεντίνα!»

Εκείνη κοίταξε τα χέρια του με τα πλατιά ακροδάχτυλα και τις φαρδιές, σκληρές παλάμες. Χέρια εργάτη; Χέρια φονιά; «Βαλεντίνα, δεν με προσέχεις».

«Σακούω».

Έφερε στο μυαλό της τα χέρια του Γιενς, όλο μυς και μακριά κόκαλα, να της χαϊδεύουν την κοιλιά.

«Καταλαβαίνεις τι σου λέω;»

«Ναι».

«Θα επιστρέψω το βράδυ. Ένας από τους άντρες μου θα μείνει εδώ. Ως το βράδυ θα ξέρω αν θα πληρώσει ο πατέρας σου».

«Πόσα;»

«Μισό εκατομμύριο ρούβλια».

Της κόπηκε η ανάσα. Μισό εκατομμύριο! «Αρκίν», τον κοίταξε κατάματα, «είσαι τρελός αν νομίζεις ότι ο πατέρας μου έχει τόσα χρήματα».

Εκείνος έγειρε πίσω στην καρέκλα του. Ρούφηξε το τσιγάρο του και ξεφύσηξε ενοχλημένος.

«Ξεχνάς ότι έχω ζήσει στο σπίτι σας. Έχω δει τους πίνάκες και ταγάλματα, τα ασημικά και τα χρυσαφικά που γεμίζουν όλα τα δωμάτια κι εσείς δεν τους δίνετε σημασία.