Выбрать главу

Έχω δει τα διαμάντια της μητέρας σου που είναι σαν αβγά χελώνας. Λοιπόν μη μου.»

«Ο πατέρας μου δεν έχει χρήματα».

«Ο υπουργός μπορεί να πουλήσει ένα δυο περιδέραια».

«Δεν μπορεί».

«Πρέπει να το κάνει».

«Είσαι πολύ άπληστος».

«Εσύ κι οι όμοιοι σου είστε οι άπληστοι. Θέλετε να είναι χωράφι σας όλη η Ρωσία και να μοιράζεστε μεταξύ σας τους καρπούς της. Εκατομμύρια Ρώσοι αγρότες και εργάτες δεν έχουν τίποτα επειδή τους τα χετε αρπάξει όλα εσείς». Την κοίταξε με στενεμένα μάτια. Ήταν φανερό πως ήταν άκαμπτος στις απόψεις του.

«Είσαι μπολσεβίκος», είπε ξερά η Βαλεντίνα.

Αυτός δεν μπήκε καν στον κόπο ναπαντήσει.

«Για την επανάσταση είναι τα λεφτά;»

«Φυσικά. Για τη χρηματοδότηση του σοσιαλιστικού αγώνα. Τι άλλο νόμιζες;»

Τούτη τη φορά δεν απάντησε εκείνη.

«Γιατί πυροβόλησες τον Γιενς Φρίις και το λοχαγό Τσερνόφ όταν μονομαχούσαν;»

Ένα αχνό χαμόγελο άνθισε στο πρόσωπο του και για μια στιγμή θύμισε στη Βαλεντίνα τον παλιό ευγενικό σοφέρ.

«Αυτό δεν έχει σημασία τώρα». Σηκώθηκε. «Θα έχω επιστρέψει ως το βράδυ». Έκανε νόημα σ’ έναν άντρα που στεκόταν δίπλα στην πόρτα κι έξυνε ένα κλαδί με το μαχαίρι του. «Θα σας φυλάει ο Μάζικ». Ξανά εκείνο το αχνό χαμόγελο. «Μην τον εκνευρίσετε».

Ο Μάζικ μόρφασε κι ακούμπησε τη λεπίδα του στα γένια του.

«Αρκίν, τι θα κάνεις όταν ο πατέρας μου σου πει όχι;»

«Να ελπίζεις πως δεν θα πει όχι».

Η Βαλεντίνα δεν τον πίεσε άλλο.

«Πριν φύγεις λες στον Μάζικ να ανοίξει τα παντζούρια στο δωμάτιο μας; Δεν μπορούμε να το σκάσουμε, υπάρχει η σιδεριά. Το φως θα κάνει αυτό το... το…» έδειξε προς την πόρτα του δωματίου τους. «Πιο υποφερτό».

Προς έκπληξη της, εκείνος συμφώνησε μένα κοφτό νεύμα.

Με το μαλακό τώρα. Πολύ μαλακά.

«Και φάρμακα; Θα φέρεις, σε παρακαλώ, λίγη μορφίνη για την Κάτια; Δεν το δείχνει, αλλά πονάει τρομακτικά».

Ο Αρκίν έτριψε κουρασμένα το μάγουλο του.

«Σου υπόσχομαι πως αν πάρω λεφτά απτον πατέρα της σήμερα, θα έχει κι αυτή τη μορφίνη της».

«Αλλιώς;»

Ανασήκωσε τους ώμους και κινήθηκε προς την πόρτα.

Τα σύννεφα της βροχής είχαν τραβήξει προς το Βορρά κι ο ουρανός απλωνόταν άδειος και γαλανός, σαν να περίμενε κάτι. Κουρέλια καταχνιάς σέρνονταν πάνω από το επίπεδο τοπίο και στους βάλτους πλατσούριζαν νεροπούλια. Όπως κατέβαινε τα σκαλιά της εισόδου, ο Αρκίν γύρισε και την κοίταξε. Η Βαλεντίνα στεκόταν ήρεμα δίπλα στο τραπέζι, ντυμένη μένα πανταλόνι κι ένα πουκάμισο που της έπεφταν τεράστια κι είχε διπλώσει μπατζάκια και μανίκια.

«Καλύτερα σου πάνε σένα, παρά εμένα, τούτα τα ρούχα», είπε.

Η Βαλεντίνα δάγκωσε τη γλώσσα της για να μην τον φτύσει.

 

34

Στις γειτονιές όπου περπατούσε ο Γιενς ο άνεμος φυσούσε παγωμένος κι ούτε φώτα υπήρχαν ούτε πεζοδρόμια. Αληθινός λαβύρινθος, όλο αυλές και φιδωτά σοκάκια όπου έχανες πολύ εύκολα τον προσανατολισμό σου. Οι κεντρικές λεωφόροι της Αγίας Πετρούπολης είχαν σχεδιαστεί από τον Μεγάλο Πέτρο για να είναι το καύχημα του δυτικού κόσμου, αλλά πίσω από τα παλάτια και τις υπέροχες προσόψεις στοιβάζονταν αμέτρητα πλήθη φτωχολογιάς που είχαν στήσει γειτονιές απίστευτης βρομιάς και κακομοιριάς. Η αγανάκτηση κι η πικρία περίσσευαν σε τούτα τα μέρη.

Ο Γιενς κατέβηκε τα υγρά και γλιστερά πέτρινα σκαλιά ενός υπογείου. Δεν ήταν μέρος για να ζουν άνθρωποι εδώ, κάτω απ’ το επίπεδο του νερού. Τα βαλτοτόπια όπου πάνω τους είχε χτιστεί η Αγία Πετρούπολη ζωντάνευαν όποτε αγρίευαν οι βροχές ή ανέβαινε η παλίρροια. Τα υπόγεια πλημμύριζαν σολόκληρη την πόλη, κι ωστόσο εδώ έμεναν άνθρωποι. Ή εδώ θα έμεναν, ή θα κοιμόντουσαν στους δρόμους. Ο Γιενς χτύπησε την πόρτα, που άνοιξε διστακτικά.

Μια γυναίκα με φανελένιο νυχτικό τον κοίταξε.

«Γυρεύω τη Λάρισα Σεργκέγιεβα», της είπε ο Γιενς. «Είναι εδώ;»

Η γυναίκα πετάρισε τα μάτια κι έκανε πίσω, αφήνοντας τον να περάσει στο δωμάτιο. Θεέ μου, είπε μέσα του ο Γιενς κι έκλεισε τη μύτη του. Στο τρεμάμενο φως δυο κεριών είδε πως το δωμάτιο ήταν μεγάλο, αλλά γεμάτο μέχρι το ταβάνι με κουκέτες που πάνω τους ήταν ξαπλωμένα κορμιά αγκαλιασμένα για ζεστασιά. Εκεί μέσα πρέπει να υπήρχαν τριάντα με σαράντα άνθρωποι. Κουρελιασμένα σεντόνια κρέμονταν σαν μπερντέδες μπροστά από μερικά κρεβάτια σε μια απόπειρα απομόνωσης, και σε ξεσκισμένα στρώματα στο πάτωμα κάθονταν παιδιά.

«Λάρισα!» φώναξε η γυναίκα με το νυχτικό. «Έχεις επισκέπτη, έναν κύριο!»

Κεφάτες κοροϊδίες ακούστηκαν ολόγυρα και μια αδύνατη γυναίκα βγήκε από τις σκιές κρατώντας ένα κοιμισμένο μωρό.

«Η Λάρισα Σεργκέγιεβα;» ρώτησε ο Γιενς.

«Ντα».

«Θέλω να σου μιλήσω».

«Για ποιο πράγμα;»

«Για ένα προσωπικό ζήτημα». Κοίταξε τα μάτια που τους παρακολουθούσαν από παντού. «Πάμε έξω καλύτερα».