Выбрать главу

Εκείνη κατένευσε. Έδωσε το μωρό στη γυναίκα που είχε ανοίξει την πόρτα και τον ακολούθησε στο δρόμο. Ο Γιενς την είδε νανατριχιάζει. Ωραία. Την ήθελε ταραγμένη. Την πήγε κάτω από ένα παράθυρο και την επιθεώρησε στο λιγοστό φως. Το πρόσωπο της ήταν ευγενικό με ντροπαλά μάτια και ανοιχτοκάστανα μαλλιά κομμένα σ ένα κοντό καρέ. Το ένα της πόδι κλοτσούσε νευρικά το χώμα «Είσαι η χήρα του Μιχαήλ Σεργκέγιεφ;»

«Μάλιστα». Η φωνή της ήταν απαλή, ευχάριστη.

«Απ’ όσο ξέρω ήταν φίλος του Βίκτορ Αρκίν».

Απότομα το πόδι της έμεινε ακίνητο. Κατέβασε τα μάτια.

«Δεν ξέρω».

Μπορούσε να την αρπάξει και να την ταρακουνήσει μέχρι να πάψει να λέει ψέματα. Αντί γι’ αυτό, όμως, της είπε μαλακά: «Εγώ νομίζω πως ξέρεις».

Εκείνη κούνησε το κεφάλι κι έφερε το χέρι της στο στόμα της.

«Σου φέρνει τρόφιμα», είπε ο Γιενς με ωνή που δεν σήκωνε αντίρρηση. Είχε ψάξει κι είχε μάθει ότι ο Αρκίν τη βοηθούσε ύστερα από το θάνατο του άντρα της.

«Μερικές φορές».

«Θέλω να του μιλήσω. Απόψε».

Τα μάτια της γυναίκας τον κοίταξαν νευρικά.

«Ποιος είσαι;»

«Ο Γιενς Φρίις».

«Ο διευθυντής Φρίις;»

«Ναι. Ο άντρας σου δούλευε για μένα».

«Μας βοήθησες όταν έσπασε το χέρι του». Τον άγγιξε στο μπράτσο. «Σπασίμπα. Σ’ ευχαριστώ. Θα είχαμε πεθάνει της πείνας».

«Το μωρό;»

«Καλά είναι».

«Πολύ θα ήθελα να πω το ίδιο και για τη Βαλεντίνα Ιβάνοβα».

«Δεν καταλαβαίνω. Ποια είναι αυτή;»

Ο Γιενς έσκυψε πάνω της και είπε με ένταση: «Πες στον Αρκίν πως θέλω να τον δω. Τώρα».

Η γυναίκα κατένευσε και κατέβηκε βιαστικά στο υπόγειο.

Η Λαρίσα Σεργκέγιεβα δεν ήταν όσο έπρεπε προσεκτική.

Γύριζε και κοίταζε πίσω της κάθε τόσο, καθώς διέσχιζε τρέχοντας τα σοκάκια, αλλά σε λάθος στιγμές και λάθος σημεία. Δέκα λεπτά αφότου χώρισαν, η γυναίκα είχε φύγει από το υπόγειο μένα σάλι τυλιγμένο στο κεφάλι της και κάτι ογκώδες στην τσέπη του παλτού της. Κι ήταν πανεύκολο να την ακολουθήσει ο Γιενς.

Όταν ξαφνικά η γυναίκα χώθηκε στην πίσω πόρτα ενός φασαριόζικου μπαρ, ο Γιενς κρύφτηκε πίσω από μια καμάρα. Η Λαρίσα ξαναβγήκε σχεδόν αμέσως και πίσω της εμφανίστηκε μια σκοτεινή μορφή. Χώθηκαν κι οι δυο στο άνοιγμα μιας πόρτας κι άρχισαν να μιλάνε ψιθυριστά. Ο Γιενς ανάσαινε βαριά. Τούτος ήταν ο άνθρωπος που είχε αφήσει τα αποτυπώματα του σόλη την Πετρούπολη. Ο Γιενς τράβηξε το πιστόλι που είχε περασμένο στη ζώνη του και κοίταξε γύρω του στα σκοτάδια. Δεν είχε ξανασκοτώσει ποτέ του άνθρωπο, αλλά τούτος εδώ θα βρισκόταν στην κόλαση πριν περάσει η νύχτα.

Έκανε ένα βήμα μπροστά.

«Αρκίν! Πού την έχεις;»

Η Λαρίσα άφησε μια τρομαγμένη φωνή.

«Βίκτορ, δεν τον έφερα εγώ! Στο ορκίζομαι!»

Έδειχνε να τον φοβάται. Ο Γιενς την αγνόησε. Το όπλο του σημάδευε το κεφάλι του Αρκίν.

«Λέγε, πού είναι;»

Ο Αρκίν απομακρύνθηκε από τη γυναίκα, στάθηκε στη μέση του δρόμου και κοίταξε με τεταμένη την προσοχή του τον Γιενς.

«Α, ο μηχανικός», είπε. «Αν με σκοτώσεις, θα πεθάνει κι εκείνη».

Ο Γιενς κατέβασε το όπλο και σημάδεψε το δεξί γόνατο του Αρκίν.

«Άκουσε με προσεκτικά. Αν θέλεις να συνεχίσεις να περπατάς, μίλα. Πού τις έχεις και τις δύο;»

Ο Αρκίν κοίταξε για μια στιγμή σιωπηλός το πιστόλι.

«Πώς έμαθες για τη Λαρίσα;» ρώτησε μετά.

«Δεν είσαι ο μόνος που έχει πληροφοριοδότες σε τούτη την πόλη».

«Και πώς.»

Η φωνή του κόπηκε καθώς ένα χοντρό μπράτσο τύλιξε από πίσω το λαιμό του. Η γυναίκα άφησε ένα ουρλιαχτό.

«Θυμάσαι το φίλο μας τον Λιεβ Ποπκόφ; Ο Γιενς τον κοπάνισε με το πιστόλι στο σαγόνι κι ο Αρκίν βόγκησε. «Εξαιτίας σου τον βασάνισε η Οχράνα. Κι εξαιτίας σου πάλι, εγώ έχω μια τρύπα στο στήθος. Θα το ευχαριστηθούμε κι οι δύο αν σου φυτέψουμε κι εσένα μια σφαίρα, για ανταπόδοση».

«Άφησε με να του ξεκολλήσω πρώτα το κεφάλι», γρύλισε ο Ποπκόφ.

Η Λαρίσα άρχισε να κλαψουρίζει.

«Όχι», αποκρίθηκε ο Γιενς. «Μια σφαίρα στο δεξί γόνατο πρώτα, κι ύστερα μια στο αριστερό».

Ο Αρκίν πάλευε να ελευθερωθεί απ’ το αγκάλιασμα του Ποπκόφ, αλλά ήταν σαν να προσπαθούσε να ξεφύγει από μια αρκούδα. Κι όταν ο Κοζάκος κόντεψε να του ξεριζώσει το χέρι, σταμάτησε να παλεύει. Ο Γιενς πλησίασε κι άλλο κι η φωνή του ακούστηκε άγρια.

«Για τελευταία φορά. Πού είναι;»

«Άντε γαμήσου».

«Εσύ το θέλησες». Ετοιμάστηκε να τραβήξει τη σκανδάλη.

«Άφησε τον», πετάχτηκε η γυναίκα.

Είχε τραβήξει από την τσέπη της ένα ρεβόλβερ και σημάδευε τον Γιενς. Το χέρι της έτρεμε, κουνιόταν νευρικά, αλλά από τόσο μικρή απόσταση δεν θ’ αστοχούσε.

«Λάρισα», της είπε ήρεμα ο Γιενς, «μην το κάνεις αυτό.

Θα καταστρέψεις τη ζωή σου και τη ζωή του παιδιού σου.

Ό,τι κι αν αποφασίσεις πάντως, εγώ θα του τσακίσω το πόδι του μπάσταρδου, αν δεν μου πει πού έχει κρυμμένες τις κόρες Ιβάνοφ».