«Αν το κάνεις, ορκίζομαι πως θα σε σκοτώσω», αποκρίθηκε εκείνη. «Τον χρειάζομαι για να κρατήσω ζωντανό το μωρό μου».
«Θα το ρισκάρω».
Η Λαρίσα έσφιξε το πιστόλι κι ο Γιενς στράφηκε στον Αρκίν.
«Αρκίν, πού είναι η Βαλεντίνα;»
Εκείνος κοίταξε τη γυναίκα χωρίς νανοίξει το στόμα του. Ο Γιενς πήρε βαθιά ανάσα, μα πριν προλάβει να τραβήξει τη σκανδάλη, ο Ποπκοφ άφησε ξαφνικά τον Αρκίν κι έκανε ένα βήμα πίσω - στη στιγμή ο άλλος εξαφανίστηκε.
«Τι στο διάβολο κάνεις;» φώναξε ο Γιενς στο γίγαντα.
«Αυτή η ποντικίνα θα σε σκότωνε. Και νεκρός, δεν θα χρησίμευες σε τίποτα στη Βαλεντίνα».
Ποιο μπορεί να είναι το τίμημα; Πόσα πρέπει να πληρώσεις; Πότε λες, ως εδώ και μη παρέκει; Ποιος ορίζει πού αρχίζουν και πού σταματάνε οι ενοχές; Η Βαλεντίνα ακουμπούσε στη σιδεριά του παράθυρου, ανάσαινε τη μυρωδιά του βάλτου κι άκουγε τα πουλιά. Κοίταξε το υπόστεγο απέναντι που ήταν γεμάτο ξύλα για τη φωτιά. Ένας αρουραίος με κομμένο αφτί της ανταπέδωσε φιλύποπτα το βλέμμα.
«Βαλεντίνα, λες να γυρίσουμε σπίτι αύριο;»
Γύρισε και κοίταξε την ξαπλωμένη στο κρεβάτι αδελφή της. Γκρίζες γραμμές σαν αυλάκια από δάκρυα κατέβαιναν από τη μύτη της στις άκρες των χειλιών της. Της χαμογέλασε.
«Ασφαλώς και θα γυρίσουμε».
Ήταν αργά όταν ο Αρκίν επέστρεψε στην ίζμπα. Η Βαλεντίνα άκουσε την πόρτα να βροντάει και τα βήματα του να κάνουν τα σανίδια να τρίζουν. Δεν είχε πάει καλά η ημέρα του, ήταν φανερό. Αντρικές φωνές ακούστηκαν για δυο λεπτά, η εξώπορτα βρόντησε ξανά κι ακούστηκε ο Μάζικ να διασχίζει βρίζοντας την αυλή. Την ίδια στιγμή ο Αρκίν ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο τους.
«Καλησπέρα», τον χαιρέτισε η Βαλεντίνα.
«Σας έφερα ψωμί και νερό για απόψε».
«Μορφίνη;»
«Νιετ».
«Δεν πλήρωσε ο πατέρας μου;» ρώτησε η Κάτια.
«Όχι».
Η Κάτια σκέπασε το πρόσωπο της με το μπράτσο της και δεν αναμίχθηκε ξανά στη συζήτηση.
«Τίποτα λοιπόν γιαυτήν;» ρώτησε η Βαλεντίνα.
«Όχι».
Με το ζόρι κρατήθηκε να μην του βγάλει τα μάτια με τα νύχια της.
Οι φτωχοί δωροδοκούνται εύκολα. Ο Γιενς μπορούσε να εξαγοράσει τα λόγια τους, μα όχι και την αφοσίωση τους. Η νύχτα είχε περάσει άκαρπη. Κι εκείνος δεν σταματούσε να βρίζει.
Έτσι όπως τριγύριζε στις φτωχογειτονιές και στα βρομερά, γεμάτα καπνούς δωμάτια τους, νόμιζε συνέχεια πως έβλεπε τη Βαλεντίνα. Όμως σαν γύριζε να κοιτάξει, εκείνη εξαφανιζόταν.
Μη φεύγεις, Βαλεντίνα. Στάσου να σε βρω. Μην το βάζεις κάτω.
Είχε κάνει μια πολύ έντονη συζήτηση με τον πατέρα της. Ο υπουργός Ιβάνοφ λάτρευε τις κόρες του και για χατίρι τους είχε παρακαλέσει γονατιστός γνωστούς κι αγνώστους. Ωστόσο, τράπεζες, πλούσιοι φίλοι, συνάδελφοι του υπουργοί, ακόμα κι οι Εβραίοι τοκογλύφοι, είχαν αρνηθεί να τον δανείσουν. Μισό εκατομμύριο ρούβλια ήταν πάρα πολλά, κι αυτός ήταν ήδη καταχρεωμένος. Ο Βίκτορ Αρκίν τόσα ήθελε για την επανάσταση του. Καπίκι παρακάτω. Ο Γιενς προσπάθησε να μαζέψει χρήματα με ενέχυρο τη γη που είχε αγοράσει με τον Νταβίντοφ, αλλά ούτε που πλησίασε σαυτό το ποσό. Κι η μαντάμ Ιβάνοβα είχε σταθεί σαν άγαλμα από γκρίζα πέτρα και τους παρακολουθούσε.
Στα μισά περίπου εκείνης της τρομερής ημέρας ο Γιενς είχε σκεφτεί ότι, τελικά, ο Αρκίν μπορεί να μην ήθελε τα λεφτά και γι’ αυτό ακριβώς είχε ζητήσει τόσο πολλά. Αυτό που ήθελε ήταν να βλάψει την οικογένεια Ιβάνοφ, να κάνει τις αδελφές να υποφέρουν. Είχε φέρει την επανάσταση μέσα στη ζωή τους. Μόλις το συνειδητοποίησε αυτό ο Γιενς, έπαψε να μιλάει με τις τράπεζες κι άρχισε να τριγυρίζει σε μισοσκότεινα δωμάτια και γεμάτα κάπνα υπόγεια, όπου άντρες με κόκκινα φυλλάδια στις τσέπες συζητούσαν για οργή, καταστροφή και μια καινούργια τάξη πραγμάτων.
«Υπάρχει ένα μέρος».
«Πού;»
«Κάπου.» Ο άντρας με το γεμάτο φακίδες πρόσωπο κούνησε το χέρι του προς το παράθυρο του μίζερου μπαρ όπου βρίσκονταν. «Πέρα, στα βαλτοτόπια».
Ο Γιενς ακούμπησε ένα χαρτονόμισμα των πενήντα ρουβλίων στο τραπέζι ανάμεσα τους.
«Πού στα βαλτοτόπια;»
«Δεν ξέρω. Αλήθεια σου λέω. Άκουσα να λένε πως είναι κάπου μακριά».
Ο Γιενς αναστέναξε θεατρικά κι έβαλε στην τσέπη του το πενηντάρικο. Ξαναγέμισε όμως με βότκα το ποτήρι του άλλου. «Πού;» ρώτησε ξανά.
«Κοίτα.» Τα μάτια του άλλου ήταν θολά πίσω από τις κοκκινωπές βλεφαρίδες του και το χέρι του δεν ήταν σταθερό καθώς έπιανε το ποτήρι του. «Θα με σκοτώσουν αν ανοίξω το στόμα μου».
Η απληστία κάνει παράξενα πράγματα στους ανθρώπους.
Ο Γιενς έβαλε δύο πενηντάρικα στο τραπέζι.
Η αναπνοή της Κάτιας ακουγόταν ρυθμική. Κοιμόταν ή προσποιούνταν; Η Βαλεντίνα το ρισκάρισε και σηκώθηκε αθόρυβα από το κρεβάτι. Βρήκε στα σκοτεινά την πόρτα και την έξυσε μαλακά με τα νύχια της. Έστησε αφτί, και την ξανάξυσε. Τίποτα. Πριν προλάβει να το ξανακάνει, όμως, ακούστηκε ένας ψίθυρος.