Выбрать главу

«Τι είναι;»

Η Βαλεντίνα κόλλησε τα χείλη της στη χαραμάδα της πόρτας.

«Πρέπει να σου μιλήσω».

Περίμενε. Ξυπόλητη, με την καρδιά της να βροντοχτυπάει. Η κλειδαριά έτριξε. Κοίταξε πίσω της την Κάτια, ένα γκρίζο όγκο πάνω στο κρεβάτι. Ακίνητη. Η χαραμάδα μεγάλωσε και μια δέσμη κιτρινωπού φωτός μπήκε στο δωμάτιο.

«Μπορώ να βγω;»

«Γιατί;»

«Σε παρακαλώ.»

Η φωνή του Αρκίν ακουγόταν διαφορετική, σαν να ήταν πιωμένος. Η Βαλεντίνα έβγαλε τα χέρια της από το άνοιγμα κι αμέσως ένα δερμάτινο λουρί δέθηκε γύρω τους. Βγήκε, κι εκείνος κλείδωσε πίσω της την πόρτα.

«Τι τρέχει λοιπόν;»

Κόντευε να ξημερώσει, μα ήταν φανερό πως ο Αρκίν καθόταν στο τραπέζι μελετώντας στο φως της λάμπας κάτι χάρτες. Δίπλα τους βρισκόταν ένα μπουκάλι βότκα κι ένα μισόγεμο ποτήρι. Η Βαλεντίνα πλησίασε, το πήρε στα δεμένα της χέρια και το ήπιε. Ο Αρκίν δίπλωσε τους χάρτες προτού προλάβει να δει τι έδειχναν. Η κοπέλα φορούσε τη μεταξωτή τουαλέτα της, που είχε στεγνώσει και την είχε τινάξει όσο καλύτερα μπορούσε, ενώ τα μαλλιά της έπεφταν ανακατωμένα στους ώμους της.

«Δείχνεις τόσο…» Έψαξε να βρει την κατάλληλη λέξη.

«Ντελικάτη».

Ήταν ό,τι πιο κοντινό σε κομπλιμέντο της είχε κάνει.

Στο σαγόνι του είχε ένα μεγάλο μώλωπα και τα μάτια του ήταν βαριά από τη νύστα. Μη σε πάρει ακόμα, ο ύπνος, Βίκτορ Αρκίν. Όχι ακόμα. Κάθισε και ξαναγέμισε με δυσκολία το ποτήρι. Τα δεμένα χέρια της τη δυσκόλευαν.

«Λοιπόν;» ρώτησε ξερά εκείνος.

«Κάθισε σε παρακαλώ. Θέλω να μιλήσουμε». Του χαμογέλασε καλοσυνάτα. Χρησιμοποίησε τα όπλα σου, της είχε πει ο Νταβίντοφ.

Ο Αρκίν κάθισε στην άλλη καρέκλα κι η Βαλεντίνα έσπρωξε προς το μέρος του το ποτήρι. Το δωμάτιο ήταν μικρό και άθλιο. Τόσο ακατάστατο, που αποκλείεται να ήταν δικό του. Το χαμηλό ταβάνι ήταν μαυρισμένο από καπνιά και στους ξύλινους τοίχους υπήρχαν ράφια και μία εικόνα.

Μύριζε μούχλα, αν και απόψε η στέγη δεν έσταζε.

«Ο πατέρας μου είπε όχι;»

Ο Αρκίν κατένευσε.

«Δεν σου πρόσφερε οτιδήποτε;»

«Όχι».

«Μιλήσατε πρόσωπο με πρόσωπο;»

Την κοίταξε σαν να ήταν εντελώς χαζή. «Όχι βέβαια. Ανταλλάξαμε γραπτά μηνύματα. Και υπήρξα πολύ προσεκτικός». Έβγαλε έναν κοροϊδευτικό ήχο.

«Βγάλε από το μυαλό σου ότι μπορεί να με ακολούθησε κάποιος μέχρι εδώ».

«Δεν έχω αυτό στο μυαλό μου. Ξέρω πόσο ικανός είσαι.

Τι γίνεται όμως τώρα; Θα μας ελευθερώσεις;»

«Όχι».

Μια λέξη μόνο. Ξέχειλη από οργή.

«Τι θαπογίνουμε λοιπόν;»

Ο Αρκίν πήρε το ποτήρι και το κατέβασε μονορούφι.

«Θέλεις σταλήθεια να μάθεις;» τη ρώτησε κουρασμένα.

«Ασφαλώς», αποκρίθηκε η Βαλεντίνα κι έγλειψε τα ξεραμένα της χείλη.

«Ο πατέρας σου πρέπει να αναγκαστεί νανοίξει το πουγκί του. Γι’ αυτό.» Σταμάτησε και ξαναγέμισε το ποτήρι.

Στο λαιμό του μια φλέβα παλλόταν νευρικά. «Γι’ αυτό, αύριο θα σκοτώσουμε μία από σας για να του δείξουμε ότι μιλάμε σοβαρά. Κι αυτός θα πληρώσει για να ζήσει η άλλη.

Όποια κι αν είναι».

Μονομιάς κάτι έσπασε μέσα της.

«Σου είπα ότι ο πατέρας μου δεν έχει λεφτά. Χρωστάει στις τράπεζες. Μην περιμένεις λοιπόν».

«Σκασμός. Δεν θέλω ψέματα».

Η σιωπή έπεσε σαν τοίχος ανάμεσα τους. Ο Αρκίν ακούμπησε μπροστά της γεμάτο το ποτήρι κι η Βαλεντίνα ήπιε τη βότκα χωρίς να μιλήσει. Μοναδικό σημάδι ότι ο κόσμος εξακολουθούσε να γυρίζει ήταν ο θόρυβος του ανέμου στα παραθυρόφυλλα.

«Αρκίν», είπε με τα πολλά η Βαλεντίνα, «δεν σου λέω ψέματα. Δεν χρειάζεται να το κάνεις αυτό. Δεν έχεις συνείδηση;»

Εκείνος άναψε τσιγάρο χωρίς να μπει στον κόπο να της απαντήσει. Με κινήσεις γεμάτες ακρίβεια, όπως πάντα.

Όταν ακούμπησε το χέρι του στο τραπέζι, η Βαλεντίνα του πήρε το τσιγάρο και τράβηξε μια ρουφηξιά. Ο καπνός σχημάτισε μια λεπτή γραμμή ανάμεσα τους.

«Σου δίνω το λόγο μου», του είπε μαλακά, «ότι δεν θα πάρεις χρήματα για τους σκοπούς των μπολσεβίκων σου από τον πατέρα μου, γιατί είναι χρεοκοπημένος. Γι’ αυτό θα χρειαστεί να μας σκοτώσεις και τις δύο. Και την Κάτια και μένα».

Ο Αρκίν πήρε πίσω το τσιγάρο του.

«Έχω ξανασκοτώσει», είπε.

Αυτό την τάραξε βαθιά.

«Αυτός ο φόνος θα είναι χωρίς νόημα. Μόνο που θα κάνει την Αστυνομία να σε κυνηγάει ακόμα πιο πολύ».

«Και τι προτείνεις;» τη ρώτησε αυτός ακουμπώντας βαριά στο τραπέζι.

«Αυτό», αποκρίθηκε η Βαλεντίνα και χωρίς να διστάσει του έπιασε με τις παλάμες της το πρόσωπο. Εκείνος τσιτώθηκε, αλλά η Βαλεντίνα τον τράβηξε κοντά της και τον φίλησε στο στόμα.

Τα σκληρά του χείλη είχαν τη γεύση της βότκας και της κούρασης. Την άρπαξε από τους καρπούς και την έσπρωξε μακριά.