Η κίνηση στη Μόρσκαγια σταμάτησε και οι πεζοί γύριζαν προς τα πίσω κοιτάζοντας νευρικά πάνω απ’ τους ώμους τους. Οι οδηγοί είχαν αρχίσει να εκνευρίζονται, καβγάδες ξεσπούσαν.
«Τι συμβαίνει, Αρκίν;» ρώτησε η Βαλεντίνα. Έσκυψε μπροστά, προσπαθώντας να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του. «Τι προκαλεί αυτή την καθυστέρηση;»
«Οι απεργοί κάνουν διαδήλωση στη Μόρσκαγια», αποκρίθηκε εκείνος προσπαθώντας να μην την τρομάξει.
«Οι απεργοί; Αυτοί που δημιουργούν τόσα προβλήματα στα εργοστάσια; Διάβασα σχετικά στις εφημερίδες».
Εκείνος δεν το σχολίασε.
«Ο πρωθυπουργός Στολίπιν τους κατηγόρησε ότι προσπαθούν να καταστρέψουν την οικονομία της Ρωσίας», συνέχισε η Βαλεντίνα. «Έχουν καταφέρει να κλείσουν τα ορυχεία μας και να σταματήσουν τους σιδηροδρόμους μας».
Κανένα σχόλιο.
«Δεν μπορώ να τους δω», γκρίνιαξε η Κάτια. «Είναι μπροστά μας οι αστυνομικοί».
«Να, κοίτα, φαίνονται οι κορφές από τα πλακάτ τους», της έδειξε η Βαλεντίνα. Ο Αρκίν διέκρινε ανησυχία στη φωνή της.
Περιμένετε λίγο και θα δείτε περισσότερα απ’ όσα θα θέλατε.
Οι πλάτες των αστυνομικών σχημάτιζαν ένα συμπαγές τείχος από τη μια άκρη του δρόμου ως την άλλη.
«Λες να γίνουν φασαρίες;» Η Βαλεντίνα είχε γείρει τόσο πολύ μπροστά, που ο Αρκίν ένιωθε τη ζεστή της ανάσα στο σβέρκο του. Τη φανταζόταν να ανατριχιάζει νευρικά.
«Αρκίν, γιατί κάνουν απεργία αυτοί οι άνθρωποι;»
Λεν το ξέρει; Πώς είναι δυνατό να μην το ξέρει; «Ζητάνε δίκαιους μισθούς, δεσποινίς Βαλεντίνα. Να, η Αστυνομία προχωράει καταπάνω τους».
Οι αστυνομικοί προχωρούσαν αργά, αμείλικτα. Στα χέρια τους κρατούσαν μακριά κλομπ. Ή μήπως ήταν όπλα; Οι ρυθμικές κραυγές των διαδηλωτών πλησίασαν κι άλλο, κι ο κίνδυνος έγινε χειροπιαστός. Οι διαβάτες άρχισαν να τρέχουν γλιστρώντας στον πάγο και στο χιόνι. Ο σφυγμός του Αρκίν δυνάμωσε.
«Αρκίν», ακούστηκε η φωνή της Βαλεντίνας. «Πάρε μας από δω. Κάνε ό,τι θέλεις, αλλά πάρε μας από δω».
«Δεν μπορώ. Έχουμε παγιδευτεί ανάμεσα στα οχήματα».
«Αρκίν!» τον πρόσταξε η Βαλεντίνα. «Σε παρακαλώ να φύγεις αμέσως από δω».
Ένα νεύρο πετάρισε στο σαγόνι του και τα γαντοφορεμένα χέρια του έσφιξαν το τιμόνι.
«Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να κουνήσω το αυτοκίνητο», είπε ξερά κοιτάζοντας ίσια μπροστά. «Έχουμε κολλήσει».
«Αρκίν, άκουσε με. Έχω δει τι είναι σε θέση να κάνουν οι μπολσεβίκοι. Δεν θα καθίσω εδώ σαν πρόβατο επί σφαγή μαζί με την αδελφή μου, και να περιμένω να μας ξανακάνουν τα ίδια».
Ο Αρκίν διέκρινε το φόβο στη φωνή της. Γύρισε και την κοίταξε κατάματα. Τον κοίταξε κι αυτή, κι ύστερα ο Αρκίν κατέβασε το βλέμμα.
«Καταλαβαίνω, δεσποινίς Βαλεντίνα».
«Κάνε κάτι, σε παρακαλώ».
«Δεν υπάρχει λόγος να τους φοβάστε αυτούς», είπε ψέματα ο Αρκίν. «Το μόνο που θέλουν οι διαδηλωτές είναι καλύτερες αμοιβές και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Κανείς δεν πρόκειται να βλάψει ούτε εσάς ούτε τη δεσποινίδα Κάτια».
Εκείνη άπλωσε τα χέρια της λες κι ήθελε να τον αρπάξει και να τον ταρακουνήσει.
«Βγάλε έξω το αναπηρικό καροτσάκι», τον πρόσταξε.
«Θα την πάω σπρώχνοντας εγώ».
«Δεν είναι ανάγκη».
Ο Αρκίν έστριψε απότομα το τιμόνι όλο δεξιά. Ακούμπησε με τον προφυλακτήρα του «Τουρικούμ» την άμαξα που βρισκόταν μπροστά τους και την έσπρωξε στο πλάι.
Ένα άλογο χλιμίντρισε, αλλά οι τροχοί του βαρίου αυτοκινήτου ήταν τώρα ελεύθεροι κι ο Αρκίν μπόρεσε να το ανεβάσει στο πεζοδρόμιο, να στρίψει και να βρεθεί σ’ έναν κενό χώρο.
«Θα σας πάρω από δω», είπε.
4
«Ποια να διαλέξουμε;»
«Πάρε τη μαρέγκα, που την αγαπάς».
«Και το σοκολατένιο;»
«Αυτό όχι». Η Κάτια έβαλε τα γέλια. «Αυτό το θέλω εγώ». Κι έκανε με το πιρούνι της κύκλους πάνω από την πολυώροφη ασημένια φοντανιέρα που βρισκόταν στη μέση του τραπεζιού. «Θα διαλέξω πρώτη», ανάγγειλε.
Η Βαλεντίνα πάλευε να συμπεριφερθεί σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Ήθελε να διασκεδάσει η αδελφή της -γι αυτό την είχε φέρει εδώ πέρα- κι εκείνη πραγματικά το απολάμβανε. Μα το δικό της πιρούνι το ένιωθε να βαραίνει σαν μολύβι στο χέρι της.
Ο Αρκίν τα κατάφερε μια χαρά. Είχε κάνει το αυτοκίνητο να ορμήσει πάνω στα πεζοδρόμια, αδιαφορώντας για τις φωνές των πεζών που σκόρπιζαν δεξιά κι αριστερά.
Όπως το είχε υποσχεθεί, βρήκε μια οδό διαφυγής. Χωρίς να συζητήσουν καθόλου αυτά που είχαν συμβεί, βρήκαν ένα άλλο εστιατόριο, το «Λα Γκαβότ», κι η Βαλεντίνα διάλεξε ένα τραπέζι κοντά στον τοίχο του βάθους, δίπλα στις πόρτες της κουζίνας, όσο πιο μακριά γινόταν από τη βιτρίνα του καταστήματος.
Γύρω της όλα ήταν φυσιολογικά, οι σερβιτόρες κυκλοφορούσαν με τα μαύρα τους φορέματα, τις άσπρες δαντελένιες ποδιές και τα άσπρα σκουφάκια τους. Ευγενέστατες κι εξυπηρετικότατες. Δεν υπήρχε οργή εδώ πέρα, ούτε φωνές. Οι πελάτες ήταν χαμογελαστοί και κομψοί, τα φώτα ρόδινα, οι καφέδες κι οι σοκολάτες μοσχοβολούσαν. Κι όλοι συζητούσαν ευχάριστα και γελούσαν.