«Τώρα θα δεις κι εσύ τι σημαίνει να μην μπορείς να κάνεις τίποτα», μουρμούρισε. Κι ύστερα, με βιαστικές κινήσεις, έσυρε κοντά στην Κάτια ένα πρόχειρο χειράμαξο που είχαν για να κουβαλάνε τα ξύλα. Ήταν ένα μεγάλο ορθογώνιο κουτί με ρόδες κι ένα σκοινί για να το τραβάς.
«Η αμαξά σας, δεσποινίς!» φώναξε και με χίλιους κόπους κατάφερε να βάλει μέσα του την αδελφή της, που όσο κι αν πονούσε δεν έβγαλε μιλιά.
«Πάμε λοιπόν», είπε η Βαλεντίνα.
Έδεσε γύρω απτους ώμους της το σκοινί, όπως δένουν τα σκυλιά που τραβάνε τα έλκηθρα, και ξεκίνησε με γρήγορο βήμα. Δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω της. Ήξερε πως το χωριατόσπιτο καιγόταν σαν λαμπάδα, κι αυτό της έδινε μεγάλη χαρά. Ήθελε να γίνει στάχτη. Και μαζί του να καούν όλη της η ατίμωση, όλη της η ντροπή, όλη της η προδοσία. Και τη στάχτη να τη σκορπίσει ο άνεμος σόλα τα βαλτοτόπια. Να μη μείνει τίποτα. Κανένα μυστικό.
Προχωρούσαν δύσκολα. Ο δρόμος ήταν γεμάτος πέτρες και λακκούβες που ταρακουνούσαν άγρια το καρότσι, αλλά η Βαλεντίνα δεν έκοβε ταχύτητα. Μετά την μπόχα της ίζμπας, ο αέρας της φαινόταν καθαρός, κι ας υπήρχαν μεγάλες εκτάσεις με στάσιμα νερά που τα σκέπαζαν σύννεφα κουνουπιών. Κουρέλια καταχνιάς σέρνονταν εδώ κι εκεί.
Το σκοινί της έκοβε τους ώμους και δυσκολευόταν να κουμαντάρει το καρότσι. Μα παρόλα αυτά η Βαλεντίνα ξεχείλιζε από μια άγρια χαρά.
Τώρα τα πάντα είχαν αλλάξει. Το μόνο που υπήρχε μέσα της ήταν ο Γιενς και το παιδί τους. Ανησυχούσε για τον αγαπημένο της, όμως προσπαθούσε να διώξει την ανησυχία κάνοντας τη φαντασία της να ζωγραφίζει τη ζωή που θα περνούσαν μαζί για χρόνια και χρόνια. Έβλεπε τον εαυτό της ξαπλωμένο στα γόνατα του, τα δάχτυλα του να της χτενίζουν τα μαλλιά, τις σκέψεις τους ένα. Φανταζόταν πως έμενε στο πλευρό του μέχρι που τα μαλλιά του να γίνονταν κάτασπρα κι οι ρυτίδες να σκέπαζαν το χαμογελαστό πρόσωπο του. Κι αυτή θα μάθαινε τις πιο μύχιες σκέψεις του, τον τρόπο που δούλευε το δυνατό μυαλό του.
Εκείνο που συνέβη στην ίζμπα πάει, πέρασε κι έγινε σταχτη. Κλείδωσε την προδοσία της σένα βαθύ σκοτεινό μέρος, όπου δεν θα την έβρισκε κανείς. Μόνο εκείνη θα ήξερε πού βρισκόταν, θα την εντόπιζε από τη βρομερή οσμή της. Η Κάτια όμως ήταν ασφαλής. Κι ήταν κι οι δυο τους ζωντανές.
«Τραγουδά, Κάτια!» φώναξε.
Άκουσε ένα γέλιο κι ύστερα ο αέρας γέμισε από ένα ζωηρό στρατιωτικό εμβατήριο που τραγουδούσε η κρυστάλλινη φωνή της αδελφής της. Πού το είχε μάθει; Μια δυνατή κραυγή έκοψε σαν μαχαίρι το τραγούδι. Η Βαλεντίνα στριφογύρισε και είδε πίσω της στο δρόμο έναν άντρα να προχωράει τρέχοντας σχεδόν, τραβώντας πίσω του ένα άσπρο άλογο που πάνω του καθόταν μια έγκυος γυναίκα.
«Ε!» φώναξε η γυναίκα. «Έχετε πρόβλημα, κοπελιές μου, μόνες σας εδώ στις ερημιές;»
Της Βαλεντίνας της ήρθε να αγκαλιάσει το άλογο απ’ το λαιμό και να το γεμίσει φιλιά.
«Δεν θα μας έβλαπτε λίγη βοήθεια», παραδέχτηκε.
Ο άντρας είχε γενειάδα και του έλειπαν τα μπροστινά δόντια, αλλά το βλέμμα του ήταν καλοσυνάτο και τα χέρια του μαλακά καθώς έζεψε το καρότσι πίσω από το άλογο του.
«Χάλια είσαι», μάλωσε η γυναίκα τη Βαλεντίνα. «Ανέβα κι εσύ στο καρότσι».
«Ευχαριστώ, προτιμώ να περπατήσω».
«Έχουμε τρεις ώρες δρόμο ως την Πετρούπολη».
Τι είναι τρεις ώρες μπροστά σε μια καινούργια ζωή; Μια ώρα αργότερα, η πρώτη σφαίρα ήρθε και καρφώθηκε στο πίσω μέρος του καροτσιού κι έκανε την Κάτια ναναπηδήσει τσιρίζοντας. Η Βαλεντίνα στράφηκε και είδε στο βάθος του δρόμου τον Μάζικ. Γαμώτο! Είχε καταφέρει να λυθεί. Η δεύτερη σφαίρα χτύπησε μια πέτρα μπροστά της.
Με μια βουτιά έσπρωξε κάτω το κεφάλι της Κάτιας κι ο γενειοφόρος άντρας τράβηξε από τη θήκη της σέλας του ένα αρχαίο γιγάντιο τουφέκι.
Ο κρότος της τουφεκιάς -αληθινό μουγκρητό- κόντεψε να της σπάσει τα τύμπανα. Το άλογο τρόμαξε κι ο Μάζικ κοκάλωσε. Τους έριξε άλλη μια τουφεκιά κι ύστερα άλλαξε κατεύθυνση.
Το άλογο που είχε τρομάξει για τα καΜ έχασε την ψυχραιμία του με την τελευταία τουφεκιά και χλιμιντρίζοντας πανικόβλητο το βαλε στα πόδια. Η γυναίκα πάνω του ήξερε από άλογα και κρατιόταν γερά, αλλά το καρότσι που έσερνε πίσω του δεν ήταν φτιαγμένο για τέτοια πράγματα. Ουρλιάζοντας η Βαλεντίνα έτρεξε ξοπίσω του, μα τα πόδια της ήταν βαριά, σαν να κολλούσαν σε λάσπη. Η Κάτια ανοιγόκλεινε το στόμα, αλλά η Βαλεντίνα δεν άκουγε τίποτα. Η δική της μακρόσυρτη κραυγή σκέπαζε κάθε θόρυβο.
Η μία ρόδα του καροτσιού ξεκόλλησε κι η άκρη του βρόντησε στο χώμα. Καρφιά και κομμάτια ξύλου πετάχτηκαν στον αέρα. Το σκοινί που το έδενε στο άλογο έσπασε. Η Βαλεντίνα τα βλέπε όλα σε αργή κίνηση. Η ρόδα ερχόταν προς το μέρος της, το καρότσι διέγραφε μια μεγάλη καμπύλη κι έπεφτε σένα λασπωμένο κανάλι στο πλάι του δρόμου. Τα νερά που πετάχτηκαν σχημάτισαν ένα ουράνιο τόξο κι ακούστηκε ένας φρικαλέος ήχος, καθώς η λάσπη αγκάλιαζε το καρότσι και το φορτίο του κουκουλώνοντας τα.