Выбрать главу

«Κάτια!»

Η Βαλεντίνα πήδηξε στο κανάλι. Το νερό της έφτανε ως τη μέση. Άδραξε το αναποδογυρισμένο καρότσι και το έστριψε. Το κεφάλι της Κάτιας βγήκε στην επιφάνεια πασαλειμμένο λάσπες και βρομιές που την έκαναν να μοιάζει με άγρια μάγισσα και, φτύνοντας λασπόνερα, άρχισε να βρίζει τον Μάζικ. Η Βαλεντίνα την πήρε στην αγκαλιά της.

«Χόρτασες περιπέτειες;» τη ρώτησε έξω φρενών.

Η Κάτια χαμογέλασε στραβά.

«Πάντα μου άρεσε το κολύμπι», είπε.

«Την άλλη φορά να μη βουτήξεις μαζί με το καρότσι».

«Την άλλη φορά θα.» Σταμάτησε κι άρχισε να τρέμει.

«Βοήθεια!» φώναξε στον άντρα η Βαλεντίνα. Η γυναίκα του είχε καταφέρει να συγκρατήσει το άλογο και τους άπλωνε μια κουβέρτα.

«Σπασίμπα», της είπε με ευγνωμοσύνη η Βαλεντίνα.

Οι Ρώσοι είναι ένας λαός γεμάτος καλοσύνη, συλλογίστηκε συγκινημένη. Η βρομιά κι ο εγωισμός μολύνουν την ψυχή τους όταν ζουν πολύ στην Πετρούπολη, αλλά εδώ στις ανοιχτές εκτάσεις της πατρίδας η καρδιά της Ρωσίας χτυπάει ακόμα δυνατά. Κι αυτό γέμιζε ελπίδα τη Βαλεντίνα.

Πέρα στο βάθος φάνηκε ένας μοναχικός καβαλάρης να πλησιάζει καλπάζοντας με την μπέρτα του νανεμίζει. Ο γενειοφόρος μουρμούρισε κάτι κι έκανε να πιάσει ξανά το τουφέκι του, αλλά η Βαλεντίνα τον άρπαξε απ’ το χέρι.

«Όχι!»

Τον είχε γνωρίσει από μακριά. Ήταν ο Γιενς.

 

36

Ο Γιενς ανέβαζε αγκαλιά την Κάτια στις σκάλες κι η Βαλεντίνα ερχόταν πίσω του. Άκουγε θολά τη μητέρα της να κλαίει, την αδελφή Σόνια να κάνει σαν παλαβή, τους υπηρέτες να τρέχουν εδώ κι εκεί. Τα λόγια τους δεν καταγράφονταν στο μυαλό της. Το μόνο που έβλεπε ήταν η μακριά γραμμή της πλάτης του Γιενς. Είχε τυλίξει την Κάτια με την μπέρτα του κι οι μύες του διαγράφονταν καθαρά κάτω από τα ρούχα του όπως την κουβαλούσε.

Η Βαλεντίνα ήθελε να καταγράψει ξανά στο μυαλό της όλα εκείνα που είχε χάσει μαυτά που έγιναν στην καλύβα.

Τους λεπτούς αγορίστικους γοφούς, τα μαλλιά του, τους ώμους του. Ένιωθε γι’ αυτόν μιαν αποθυμιά που τη σκότωνε. Μόλις η Κάτια ξάπλωσε στο κρεβάτι της μόλον τον κόσμο του σπιτιού γύρω της, η Βαλεντίνα πήρε τον Γιενς στο δωμάτιο της μουσικής. Εκείνος έκλεισε πίσω του την πόρτα, την αγκάλιασε και την έσφιξε δυνατά πάνω του. Δεν μίλησε κανείς τους.

Τρίφτηκε πάνω του σαν γάτα κι έκανε το κορμί της να πάρει το σχήμα του δικού του. Ήταν ξανά δική του, έδιωχνε από πάνω της τα σημάδια που είχε αφήσει κάποιος ξένος. Κι όταν εκείνος τη φίλησε, η γεύση των χειλιών του την έκανε να νιώσει ξανά καθαρή.

Η Βαλεντίνα παρακολουθούσε από το κεφαλόσκαλο καθώς ο δόκτωρ Μπελόι χαιρετούσε τον πατέρα της κάτω στο μαρμάρινο χολ, έπαιρνε το καπέλο του κι έφευγε. Πρέπει να έκανε και κάποιο αστείο γιατί γελούσαν κι οι δυο τους. Καλό αυτό.

«Τι είπε, μπαμπά;» ρώτησε κατεβαίνοντας τρεχάλα τη σκάλα.

Ο πατέρας της έδειχνε γερασμένος. Τούτες οι τελευταίες μέρες του είχαν απορροφήσει κάθε ικμάδα, οι ώμοι του είχαν γείρει. Όταν της μίλησε, όμως, ο τόνος του ήταν μαλακός.

«Όλα θα πάνε καλά με την Κάτια. Ο δόκτωρ Μπελόι της έδωσε κάτι για να κοιμηθεί. Λίγες μέρες ξεκούραση και μερικά φάρμακα θα την ξανακάνουν όπως πριν. Έτσι είπε ο γιατρός».

Της χαμογέλασε. Η Βαλεντίνα τα χασέ, μα του χαμογέλασε κι αυτή σε μια προσπάθεια να τον πλησιάσει.

«Δεν ξέρεις πόσο ανακουφίστηκα», είπε κι άρχισε νανεβαίνει ξανά τη σκάλα. Στα μισά σταμάτησε, στράφηκε και είπε: «Μπαμπά, Σ’ ευχαριστώ».

«Για ποιο πράγμα;»

«Που προσπάθησες να συγκεντρώσεις τα χρήματα για να μας ελευθερώσεις. Πρέπει να ήταν.» Αναζήτησε την κατάλληλη λέξη. Ταπεινωτικό; Εξευτελιστικό; Μειωτικό; «Πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο», είπε απλά.

Εκείνος κούνησε κοφτά το κεφάλι. Δεν ήθελε να το συζητήσει. Την κοίταξε και χάιδεψε αφηρημένα τις μακριές φαβορίτες του.

«Κι εσύ;» τη ρώτησε. «Ελπίζω να είσαι καλά έπειτα από τόσες δοκιμασίες».

«Ναι, μπαμπά, καλά είμαι».

«Εκτός από αυτό που έπαθε η Κάτια, δεν συνέβη τίποτε άλλο;»

«Όχι, τίποτα».

«Ωραία. Τα καταφέρατε μια χαρά εσύ κι ο Φρίις».

Μπήκε στο δωμάτιο του κι έκλεισε πίσω του την πόρτα.

Η Βαλεντίνα θυμήθηκε ότι εκείνος είχε στείλει την Κάτια στο γραφείο του στο Τέσοβο, αν και δεν το είπε ποτέ. Ήταν θυμωμένη μαζί του που άφησε την ευθύνη να βαραίνει τους δικούς της ώμους. Ωστόσο, ήταν εξίσου ένοχοι κι οι δυο τους.

Ο πυρετός εμφανίστηκε το ίδιο βράδυ κι ως την άλλη μέρα η Κάτια ήταν βαριά άρρωστη. Όταν άρχισαν κι οι εμετοί, τα μάτια της θόλωσαν σαν τον κόλπο του Νέβα και τα χέρια της έτρεμαν ανεξέλεγκτα.

Χολέρα. Το ανακοίνωσε ο γιατρός Μπελόι και διέταξε την Ελιζαβέτα Ιβάνοβα να πάρει τα μέτρα της. Το σπίτι μπήκε σε καραντίνα, απαγορεύτηκαν οι επισκέψεις κι η Κάτια μεταφέρθηκε σένα δωμάτιο μακριά από τις κρεβατοκάμαρες της οικογένειας. Οι υπηρέτες διατάχθηκαν να μην πλησιάζουν. Η αδελφή Σόνια επιτέθηκε στην αρρώστια σαν να έκανε πολεμική εκστρατεία, διατάζοντας να σφουγγαρίζονται με απολυμαντικό όλοι οι χώροι, ξανά και ξανά. Ο γιατρός είπε πως η Κάτια το έπαθε από τα στάσιμα νερά των βαλτότοπων, όπου η μόλυνση ενδημούσε. Είχε καταπιεί αυτά τα νερά. Και τώρα την κατάπιναν εκείνα.