Выбрать главу

«Βαλεντίνα, να φοράς αυτή τη μάσκα».

«Θα βοηθήσει;»

Ο Γιενς της έκλεισε τη μύτη και το στόμα με την παλάμη του.

«Είναι χειρουργική μάσκα. Μου την έδωσε ο δόκτωρ Φεντόριν. Έχει μεγάλη σημασία να μην ανασαίνεις την ανάσα της».

Η Βαλεντίνα κατένευσε βουβά με τα μάτια της τεράστια πάνω από την παλάμη του - κι εκείνος θέλησε να την αρπάξει και να την πάρει μακριά απ’ αυτό το σπίτι της αρρώστιας. Στέκονταν δίπλα στους στάβλους απόπου ακούγονταν τα πατήματα και τα χλιμιντρίσματα των αλόγων.

«Μου υπόσχεσαι να τη φοράς συνέχεια;»

Εκείνη έκανε «ναι» με το κεφάλι.

«Να μην τη φιλάς».

Τα μάτια της πετάρισαν, μα κατένευσε. Κι εκείνος τράβηξε το χέρι του απ’ το πρόσωπο της. Η Βαλεντίνα του χάιδεψε το μάγουλο.

«Θα προστατέψω το παιδί μας», του υποσχέθηκε.

«Τον εαυτό σου να προστατέψεις».

Έσκυψε να τη φιλήσει, όμως εκείνη γύρισε αλλού το πρόσωπο της.

«Μη με φιλάς. Μη ρισκάρεις».

Ο Γιενς την άρπαξε, την έσφιξε πάνω του και κόλλησε τα χείλη του στα δικά της.

Η Βαλεντίνα στεκόταν έξω από το νοσοκομείο της Αγίας Ισαβέλας και κοίταζε ανυπόμονα τις νοσοκόμες να κατεβαίνουν τις σκάλες με το πάσο τους, ύστερα από το τέλος της βάρδιας τους. Στον αέρα πλανιόταν μια μυρωδιά καμένου, μα δεν της έδινε σημασία. Συνέβαινε συχνά πια αυτό.

Ένα κατάστημα γινόταν στάχτη, πυρπολούσαν μια αποθήκη, έκαιγαν ένα εργοστάσιο. Για να μάθουν τα αφεντικά να μη χτυπάνε τα σωματεία και να μη φέρονται με σκληρότητα στους εργαζόμενους.

«Ντάρια!» φώναξε μόλις είδε την αδύνατη σαν κλαράκι γυναίκα με τα αγκαθωτά μαύρα μαλλιά.

«Βαλεντίνα! Δεν μπορείς να κρατηθείς μακριά από δω, ε;»

«Ντάρια, άκουσε με. Ξέρεις εκείνον τον καλόγερο της τσαρίνας που έρχεται εδώ πού και πού;»

«Τον Γρηγόρη Ρασπούτιν;»

«Ναι. Πώς θα τον βρω;»

Η Ντάρια στριφογύρισε τα μάτια και γέλασε.

«Χαζή! Μην τον πλησιάζεις αυτόν τον τρελό».

«Λέγε πώς θα τον βρω!»

«Λένε πως έχει ένα διαμέρισμα στην Γκοροχοβάγια, κοντά στη Φοντάνκα. Λένε πως εκεί μαζεύεται όλη η υψηλή κοινωνία, όταν δηλαδή ο καλόγερος δεν ζαλίζει με τις βρομιές του την τσαρίνα».

Ώσπου να τελειώσει τη φράση της, η Βαλεντίνα είχε εξαφανιστεί.

Την είχε πιάσει κλειστοφοβία. Ο μεγαλόσωμος ασουλούπωτος άντρας που μπήκε σκουντουφλώντας στο δωμάτιο φορούσε μια ακριβή μεταξωτή μαύρη πουκαμίσα και ψηλές μαύρες μπότες - κι η Βαλεντίνα τον αναγνώρισε αμέσως.

«Σε θυμάμαι», της είπε εκείνος. «Είσαι η μικρή νοσοκόμα που με χαστούκισε».

Ο πάτερ Γρηγόρης Ρασπούτιν τέντωσε προς το μέρος της το μακρύ του δάχτυλο, κάρφωσε τα παράξενα γαλάζια μάτια του πάνω της και την πλησίασε. Εκείνη τινάχτηκε θέλοντας να τον απασχολήσει πριν προλάβει κανένας άλλος να του τραβήξει την προσοχή. Το δωμάτιο ήταν μεγάλο αλλά πνιγηρόο αέρας γεμάτος σκόνη που οι δέσμες των ηλιαχτίδων την έδειχναν να κατακάθεται πάνω στα γλυκά και τα μπισκότα που ήταν απλωμένα στο μεγάλο δρύινο τραπέζι. Καρέκλες ντυμένες με δαμασκηνό ύφασμα ήταν αραδιασμένες ένα γύρω στους τοίχους, κολλημένες η μια με την άλλη για να χωράνε όσο γίνεται περισσότεροι ικέτες, που λοξοκοίταζαν φιλύποπτα ο ένας τον άλλον. Προτού μπουν να καθίσουν, είχαν περιμένει ώρες ατέλειωτες όρθιοι στις σκάλες.

Μόνο που η Βαλεντίνα δεν καταλάβαινε να υπάρχει κάποια συγκεκριμένη σειρά με την οποία έμπαιναν στο γραφείο του καλόγερου - κι αν ήταν να περιμένουν λίγα λεπτά ή μερικές ώρες. Ή να μην μπουν καθόλου.

«Πάτερ Γρηγόρη, έχω ανάγκη να σου μιλήσω».

Εκείνος έριξε το άπληστο βλέμμα του ολόγυρα στο δωμάτιο και χαμογέλασε σε μια γυναίκα με βαθύ ντεκολτέ και ρουμπινένια σκουλαρίκια που άστραφταν στο φως του ήλιου.

«Όλοι έχουν ανάγκη να μου μιλήσουν», μουρμούρισε, «γιατί είμαι η οδός προς τον Άγιο Χριστό».

«Είναι κάτι επείγον».

«Έλα μαζί μου, τέκνο του Χριστού».

Την αγκάλιασε από τη μέση και την οδήγησε στην είσοδο του αδύτου του. Πίσω της ακούστηκαν απελπισμένοι αναστεναγμοί. Το γραφείο του καλόγερου ήταν στενόμακρο, με μια εκπληκτική εικόνα της Παναγίας του Καζάν φωτισμένη από μια κόκκινη λάμπα στη μια γωνία, ένα παλιό τραπέζι, έναν ταλαιπωρημένο δερμάτινο καναπέ και μια μεγάλη Βίβλο ανοιχτή σένα τραπεζάκι στο κέντρο του δωματίου. Το δωμάτιο μύριζε βαριά απλυσιά, σαν τον Ρασπούτιν, και φάνταζε βάρβαρο σαν κι αυτόν μέναν τρόπο που η Βαλεντίνα δεν μπορούσε να προσδιορίσει.