Выбрать главу

Ο Ρασπούτιν πήγε και γονάτισε μπροστά στην εικόνα της Παρθένου κι έσκυψε το κεφάλι. Τα μαύρα μαλλιά του κρέμονταν μακριά και τα χείλη του ήταν παχιά και κόκκινα. Η Βαλεντίνα θυμόταν την ξινή γεύση τους. Ανατρίχιασε, θέλησε να φύγει αμέσως από κείνο το μέρος.

«Πάτερ Γρηγόρη, η αδελφή μου πεθαίνει».

Εκείνος αντέδρασε μαπρόσμενο τρόπο: Γέλασε και σηκώθηκε σαν πιασμένος.

«Όλοι πεθαίνουμε, τέκνο μου».

«Πάτερ, δεν ήρθα εδώ για ν’ ακούσω τέτοια λόγια. Έχω ακούσει ότι μπορείς να γιατρεύεις τον κόσμο. Σε παρακαλώ, γιάτρεψε τη.»

«Τέκνο του Χριστού», ακούστηκε η χαμηλή, μπάσα φωνή του, «βιάζεσαι πολύ. Πρέπει, όμως, να σταθείς και να συλλογιστείς τις αμαρτίες σου».

Ο τρόπος που την κοίταζαν τα αλλόκοτα μάτια του την έκανε να μπερδευτεί και να κοκκινίσει.

«Η αμαρτία», συνέχισε εκείνος κι η φωνή του διαπέρασε το μυαλό της, «είναι ο δρόμος που μας οδηγεί στον Παντοδύναμο. Αμαρταίνουμε, ζητάμε συγχώρεση, κι Εκείνος μας παίρνει στις αγκάλες Του». Την πλησίασε κι η Βαλεντίνα με το ζόρι κατάφερε να πάρει τα μάτια της από πάνω του.

«Δεν ήρθα εδώ για να μιλήσουμε για αμαρτίες, αλλά για γιατρειά».

«Όλοι μας έχουμε ανάγκη από γιατρειά». Το χέρι του ακούμπησε βαρύ στον ώμο της.

«Μπορείς να με βοηθήσεις, πάτερ;»

«Ντα. Ναι». Έσκυψε να τη φιλήσει στο μέτωπο, μα τούτη τη φορά η Βαλεντίνα ήταν προετοιμασμένη κι έκανε ένα βήμα πίσω. «Α!» έκανε εκείνος και το στόμα του άνοιξε σαν βαθιά κατακόκκινη σπηλιά. «Νευρική ελαφίνα». Το χαμόγελο του πλάτυνε. «Από αυτές που προτιμώ».

Η Βαλεντίνα κοίταξε την πόρτα. Μπορούσε να σηκωθεί και να φύγει.

«Πάτερ Γρηγόρη, λένε πως κάνεις θαύματα για τον τσάρεβιτς, το διάδοχο».

Τα μάτια του καλόγερου στένεψαν και χαμήλωσαν. Ανακουφισμένη η Βαλεντίνα έγλειψε τα ξερά της χείλη.

«Ο Θεός μου χάρισε την τιμή να είμαι ο δίαυλος της δύναμης και της αγάπης Του προς αυτό το παιδί, τον επόμενο αυτοκράτορα της Ρωσίας». Απότομα πήγε και κάθισε στον καναπέ. «Έλα εδώ».

«Θα με βοηθήσεις; Έχω χρήματα. Όχι πολλά, μα.»

Ακούμπησε στο τραπεζάκι ένα μικρό πουγκί γεμάτο χρυσά ρούβλια.

«Γονάτισε εδώ». Η φωνή του Ρασπούτιν ήχησε δυνατή στο στενό δωμάτιο.

«Προτιμώ να σταθώ όρθια».

«Τότε, δεν μου κάνεις. Παραείσαι περήφανη».

«Κάτια. Το όνομα της αδελφής μου είναι Κάτια Ιβάνοβα. Έχει χολέρα. Σε παρακαλώ.» Ήρθε και γονάτισε μπροστά του, στα γυμνά σανίδια. «Σε παρακαλώ, βοήθησε τη». Το βάρος που ένιωθε στο στήθος της την έλιωνε. «Σε παρακαλώ, βοήθησε την Κάτια».

Ο καλόγερος ακούμπησε βαρύ και κτητικό το χέρι του στο κεφάλι της κι η κοπέλα ένιωσε κάτι να της καίει το μυαλό, να την κάνει να ξεχνάει γιατί είχε έρθει εδώ πέρα.

«Όχι», ψιθύρισε η Βαλεντίνα και τραβήχτηκε πίσω. Το χέρι του καλόγερου έπεσε στο πλάι.

«Δυνατή είσαι».

Ένα αλλόκοτο γρύλισμα βγήκε από το λαρύγγι του. Βάρβαρος, ακάθαρτος, ασελγής, μισοαγράμματος χωριάτης. Τέτοιος ήταν. Ωστόσο η Βαλεντίνα ένιωθε τη δύναμη του που την έκανε ναγγίξει το γόνατο του.

«Βοήθησε με, πάτερ Γρηγόρη».

Εκείνος απόμεινε να την κοιτάζει με τα χείλη του να κουνιούνται σε μια σιωπηλή προσευχή. Τα μάτια του έγιναν ολοστρόγγυλα, πήραν μια έντονη γαλάζια απόχρωση κι ύστερα έγιναν γυάλινα. Κι η Βαλεντίνα, για πρώτη φορά απόταν έμεινε έγκυος, ένιωσε έντονη αδιαθεσία. Ο καλόγερος έσκυψε, έπιασε το πρόσωπο της με τις παλάμες του, τα βρόμικα νύχια του έγδαραν τα μαγουλά της κι η διάθεση του άλλαξε.

«Θα ήσουν γλυκιά και τρυφερή», είπε χαμογελώντας θλιμμένα. «Θα ήσουν όλο αρώματα και γλύκα, μικρή μου ελαφίνα, που με βάζεις σε πειρασμό».

«Δεν σου είμαι τίποτα. Έχω όμως ανάγκη να βοηθήσεις την αδελφή μου».

«Βρίσκεται πέρα απ’ τη βοήθεια μου».

«Όχι! Σε παρακαλώ!»

Έφερε το πρόσωπο του τόσο κοντά στο δικό της, που η Βαλεντίνα διέκρινε τα κόκκινα σημάδια στη μύτη του και τη μυρωδιά του κονιάκ στην ανάσα του.

«Ο Παντοδύναμος Κύριος και Θεός μας δίνει την ίαση μέσω των χεριών μου», είπε, «και μου στέλνει οράματα που με βοηθούν να οδηγώ τους αμαρτωλούς στη σωτηρία της ψυχής τους. Βλέπω την αδελφή σου. Σύντομα θα εξαγνιστεί απόλα τα βασανιστήρια της σάρκας».

«Όχι! Λες ψέματα!»

«Εσύ όμως.» Έβγαλε τη γλώσσα του και την ακούμπησε στα χείλη της. «Εσύ έχεις μέσα σου ένα κορίτσι που κάποια μέρα θα τραβήξει τον πατέρα της από τα σαγόνια μιας φλεγόμενης κόλασης».

Όχι. Πώς μπορεί να τα ξέρει αυτά; Δεν είναι δυνατόν.

«Κορίτσι;» ψιθύρισε, «Ναι», αποκρίθηκε εκείνος κι έβαλε τα γέλια, δυνατά γέλια που έκαναν την άγρια χαίτη του να κουνιέται. Πήρε τα χέρια του από το πρόσωπο της και πρόσθεσε: «Και θα είναι σπουδαία ψεύτρα, γι’ αυτό να χεις το νου σου».