Выбрать главу

Ο Αρκίν τραβήχτηκε στη σκιά. Ήξερε πως έψαχνε για κείνον.

Βρισκόταν στο μυστικό δωμάτιο, όταν η Βαλεντίνα ήρθε για άλλη μια φορά στην εκκλησία του Μορόζοφ. Αυτό ήταν ένας μικρός πνιγηρός χώρος πίσω από ένα ξύλινο χώρισμα του υπογείου, όπου ο Αρκίν είχε χωθεί μόλις την άκουσε να μιλάει με τον παπά.

«Αγαπητή μου, βλέπεις ότι δεν βρίσκεται εδώ», έλεγε ευγενικά ο Μορόζοφ.

Ο Αρκίν άκουσε τα βήματα της να κατεβαίνουν τη σκάλα κι ύστερα να τριγυρίζουν στο υπόγειο. Την ένιωθε να στήνει αφτί, να οσμίζεται τον αέρα.

«Τσιγαρίλα μυρίζει εδώ πέρα», την άκουσε να λέει.

«Πολλοί από αυτούς που έρχονται εδώ καπνίζουν. Ο Βίκτορ Αρκίν όμως δεν έρχεται. Πίστεψε με, παιδί μου. Είχε πάει στη Μόσχα, επέστρεψε στην Πετρούπολη για λίγες μέρες, αλλά τώρα έχει φύγει ξανά. Δεν ξέρω πού έχει πάει. Κάτι είπε για το Νόβγκοροντ, μπορεί να έχει πάει εκεί. Του είπα ότι τον γυρεύεις. Πήγαινε λοιπόν εν ειρήνη και ξεχνά το φίλο μας».

«Πάτερ», είπε η Βαλεντίνα κι ο Αρκίν χαμογέλασε γιατί τον ήξερε τούτον τον τόνο, «αυτός ο άνθρωπος δεν είναι φίλος μου. Πες του ότι δεν του φτάνουν όλες οι πόλεις ετούτης της χώρας για να κρυφτεί. Πες του πως θα τον βρω, πες του-» σταμάτησε απότομα. Όταν ξαναμίλησε η φωνή της ήταν αλλαγμένη. «Πες του», είπε τόσο σιγανά που μόλις ακούστηκε, «ότι χρειάζομαι βοήθεια».

Του Γιενς δεν του άρεσε το δωμάτιο του υπουργού Ιβάνοφ.

Ήταν ίδιο με τον ιδιοκτήτη του: Επιδεικτικό και καυχησιάρικο, εξέφραζε την επιτυχία με τρόπαια και σπαθιά και γιγάντιες αναπαραστάσεις ρωσικών μαχών σε χρυσωμένες κορνίζες - αλλά σαν τον κάτοχο του άρχιζε να δείχνει σημάδια φθοράς. Το εντυπωσιακό γραφείο είχε καψίματα από πούρα, στο χαλί υπήρχε ένας λεκές από μελάνι και στον ένα τοίχο είχε μείνει το αποτύπωμα ενός πίνακα που δεν κρεμόταν πια εκεί. Κάποια τράπεζα θα τον είχε πάρει, στα σίγουρα. Ο Γιενς καθόταν με τα χέρια ακουμπισμένα στα πόδια του κι ένιωθε έντονη την επιθυμία ναρπάξει τον Ιβάνοφ από το λαιμό. Ο υπουργός καθόταν πίσω από το γραφείο του και τραβούσε νευρικές ρουφηξιές από ένα χοντρό πούρο.

«Δεν μπορείτε να υποχρεώσετε τη Βαλεντίνα να κάνει ένα γάμο που δεν τον θέλει», δήλωσε ο Γιενς.

«Φρίις, η απάντηση παραμένει όχι. Πρέπει να παντρευτεί κάποιον πλούσιο, το ξέρει καλά αυτό».

«Κι εγώ δεν είμαι φτωχός».

«Η απάντηση είναι όχι».

Ο Γιενς συγκράτησε το θυμό του και είπε ψυχρά: «Συνεργάζομαι στενά με τον υπουργό Νταβίντοφ. Πιστεύω ότι τον γνωρίζετε».

«Ναι, μα τι σχέση έχει αυτός με το θέμα μας;»

«Πριν από μερικούς μήνες έχασε τη γυναίκα του».

«Το ξέρω. Θλιβερό. Και λοιπόν;»

«Λοιπόν, ο υπουργός Νταβίντοφ δεν έχει πια όρεξη για την προσωπική του ζωή. Παρά την ηλικία του, όμως, παραμένει φιλόδοξος. Τον περασμένο μήνα κληρονόμησε τα τεράστια κτήματα του μεγαλύτερου αδελφού του, ο οποίος σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα».

Ο Ιβάνοφ τον κοίταξε στενεύοντας τα μάτια.

«Συνέχισε», του είπε.

«Αναζητά επενδύσεις για να δώσει νέα ώθηση στην καριέρα του και να διευρύνει τους στόχους του. Άκουσα να ψιθυρίζεται ότι ενδιαφέρεται να μπει επικεφαλής σε ορισμένες επιτροπές που ελέγχετε εσείς. Θα μπορούσα, λοιπόν, να του πω κάποια βολικά λόγια αν.» Άφησε μισή τη φράση του.

Τα μάτια του Ιβάνοφ σπίθισαν γεμάτα απληστία. Ο Γιενς άνοιξε το μαονένιο κουτί με τα πούρα που βρισκόταν πάνω στο γραφείο, πήρε ένα, το έβαλε στο στόμα του και έτεινε το χέρι του στον υπουργό που το άρπαξε σαν να ταν σωσίβιο. Χαμογελώντας το κούνησε δυνατά.

«Σε καλωσορίζω στην οικογένεια μας, Φρίις. Εγώ ανέκαθεν ήθελα την ευτυχία της Βαλεντίνας».

Ναι, είμαι σίγουρος γι’ αυτό, συλλογίστηκε ο Γιενς κι άναψε το πούρο.

Ο Γιενς εργαζόταν στο γραφείο του με το νεαρό Κρόσκιν, τον τοπογράφο που έχασε το μισό του πόδι στην έκρηξη της σήραγγας. Σκυμμένοι πάνω από κάτι χάρτες, συζητούσαν την τελευταία επέκταση του δικτύου των υπονόμων, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Γιενς γρύλισε ενοχλημένος, πήγε στον τοίχο όπου κρεμόταν η συσκευή και σήκωσε το ακουστικό.

«Φρίις».

«Φρίις, παμπόνηρε μπάσταρδε!»

Ήταν ο Νταβίντοφ.

«Τι θα θέλατε, κύριε υπουργέ;»

«Να σε συγχαρώ».

«Για ποιο πράγμα;»

«Καταρχάς για τον αρραβώνα σου. Μου το είπε ο ίδιος ο Ιβάνοφ. Και κατά δεύτερο, επειδή τακτοποίησες το θέμα μου μαζί του. Είναι διαβολεμένα άπληστος κι η συμφωνία μου κόστισε μια περιουσία, μα θα απολαύσω.»

Ο Γιενς έπαψε να τον ακούει. Στην πόρτα του γραφείου του είχε εμφανιστεί η Βαλεντίνα.