Выбрать главу

«Συγγνώμη, κύριε υπουργέ, μα πρέπει να κλείσω. Ευχαριστώ που με πήρατε». Και κατέβασε το ακουστικό.

«Δεσποινίς Ιβάνοβα», είπε κοκκινίζοντας ο Κρόσκιν, «χαίρομαι πάρα πολύ που σας βλέπω. Ήθελα να σας ευχαριστήσω για τη βοήθεια σας κάτω. κάτω στη σήραγγα».

Εκείνη του κούνησε το κεφάλι αλλά το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στον Γιενς. Ο Κρόσκιν πήρε το δεκανίκι του και προχώρησε κουτσαίνοντας προς την πόρτα. Η Βαλεντίνα του έκανε χώρο να περάσει κι ύστερα έκλεισε την πόρτα. Παρά τα κατάμαυρα ρούχα και το καπέλο που φορούσε -τα οποία ο Γιενς σιχαινόταν να βλέπει- η παρουσία της λάμπρυνε το δωμάτιο.

«Γιενς», είπε, «ξέρω πώς θα το κάνουμε».

Περίμεναν να σκοτεινιάσει, μέχρι να φύγουν οι εργάτες από τα εργοστάσια και τα μαγαζιά ναμπαρώσουν τις πόρτες τους. Της Βαλεντίνας της άρεσε πολύ να τριγυρίζει στην πόλη στο πλευρό του, να νιώθει να την ακουμπάει το γερό κορμί του. Αυτός δεν θα εξαφανιζόταν σαν την Κάτια και τον Αρκίν. Ο Γιενς θα ήταν για πάντα κομμάτι της ζωής της.

Ο δρόμος δεν είχε αλλάξει καθόλου κι η σπασμένη πόρτα δεν είχε επισκευαστεί. Ο Γιενς χτύπησε δυνατά κι όταν δεν άνοιξε κανείς, της έδωσε μια κλοτσιά και την έμπασε μέσα. Τότε, ένας άντρας άνοιξε την κλειδαριά. Ήταν ένας νέος με ζωηρά μάτια.

«Ναι;»

«Θέλουμε τον Ιβάν και τη Βάρενκα Σιντόροφ», είπε ο Γιενς κι έχωσε το πόδι του στο άνοιγμα της πόρτας.

«Έχουν φύγει από δω».

«Όχι». Η Βαλεντίνα επέμεινε. Ας μην εξαφανιστούν κι αυτοί. «Νομίζω πως κάνεις λάθος».

«Δεν κάνω λάθος».

Ο Γιενς έβγαλε το χέρι του από την τσέπη του. Κρατούσε ένα νόμισμα των πέντε ρουβλίων.

«Μπορούμε να το διαπιστώσουμε μόνοι μας;»

Το χαρτονόμισμα εξαφανίστηκε στην τσέπη του νέου.

«Ασφαλώς», αποκρίθηκε διασκεδάζοντας φανερά. Έκανε πίσω και το ζευγάρι είδε ότι η πόρτα σταριστερά έχασκε ανοιχτή, μια λάμπα πετρελαίου φώτιζε το δωμάτιο κι ακουγόταν το τραγούδι μιας γυναίκας.

«Κοιτάξτε όσο θέλετε», προσφέρθηκε ο νέος.

Η Βαλεντίνα μπήκε στο δωμάτιο. Ήταν πάντα μικρό, με υγρασία στους τοίχους και ραγισμένο ταβάνι, μα είχε μεταμορφωθεί. Τα έπιπλα ήταν φτηνά και φθαρμένα, αλλά πολύχρωμα ριχτάρια σκέπαζαν το τραπέζι, τις καρέκλες, το κρεβάτι, δίνοντας ζωή στο χώρο. Στη μέση του δωματίου μια νέα με τσιγγάνικα μάτια και μακριά μαύρα μαλλιά τραγουδούσε απαλά ένα παλιό λαϊκό τραγούδι από τις ρωσικές στέπες.

Η Βαλεντίνα έκανε απότομα μεταβολή κι έφυγε.

Ο Γιενς την οδήγησε σένα υπόγειο. Είχε αρχίσει να βρέχει κι ο αέρας ήταν γεμάτος από βιομηχανικά κατάλοιπα που έκαναν τα μάτια να τσούζουν, αλλά η Βαλεντίνα κοίταζε συνέχεια το μαυρισμένο σπίτι, ελπίζοντας να βρίσκεται εκεί ο Αρκίν. Δίπλα της ο Γιενς στεκόταν σιωπηλός. Από τη στιγμή που έφυγαν απ’ το παλιό σπίτι της Βάρενκας, το μόνο που είχε πει ήταν: «Ξέρω και κάποιον άλλο που μπορεί να βοηθήσει». Η Βαλεντίνα τον είχε πάρει αγκαζέ κι είχε χώσει το χέρι της μες στο παλτό του για να μπορεί να του χαϊδεύει το στήθος όπως περπατούσαν. Εκείνος όμως φάνταζε απόμακρος.

Η πόρτα του υπογείου άνοιξε. Πίσω της φάνηκε ένας μεγάλος χώρος γεμάτος κρεβάτια και ξαπλωμένα κορμιά. Ένα μωρό έκλαιγε κι ένα κοντοπόδαρο σκυλί γεμάτο σημάδια από καβγάδες μύρισε τη γάμπα της Βαλεντίνας για να δει αν άξιζε τον κόπο να τη γευθεί. Ο Γιενς την αγκάλιασε από τη μέση, κλότσησε το σκυλί και πλησίασε μια λεπτή γυναίκα που κρατούσε ένα χρυσόμαλλο παιδί στον ώμο της.

«Έχω ξανάρθει εδώ», της είπε. «Για να μιλήσω στη Λαρίσα Σεργκέγιεβα».

«Σε θυμάμαι». Του χαμογέλασε και τον κοίταξε με ενδιαφέρον. Η Βαλεντίνα, πάλι, είχε μαγνητιστεί από τα χρυσαφένια μαλλιά του μωρού. Πόσο έμοιαζαν της Κάτιας.

«Εδώ είναι η Λάρισα;» ρώτησε ο Γιενς ερευνώντας με το βλέμμα το μισοσκότεινο χώρο.

Η γυναίκα γέλασε και τον κοίταξε πονηρά.

«Πάει αυτή, έφυγε».

«Πού πήγε;»

«Πού να ξέρω; Ήρθε ένας άντρας, κάθισαν μια ώρα κουβεντιάζοντας πίτσι πίτσι, κι ύστερα αυτή μάζεψε τα πράγματα της, φορτώθηκε το μωρό της, και πάει καλιά της».

«Πώς ήταν αυτός ο άντρας;» ρώτησε η Βαλεντίνα.

«Τι να σου πω. ψηλός». Χαμογέλασε ξανά στον Γιενς.

«Μα όχι όσο εσύ. Καστανά μαλλιά, ρούχα παλιά μα καθαρά».

«Με αποφασιστική έκφραση;»

«Σωστά».

«Γαμώτο!» της ξέφυγε της Βαλεντίνας. «Προπορεύεται».

Ο Γιενς την οδήγησε έξω και την αγκάλιασε απτους ώμους.

«Υπάρχουν κι άλλα μέρη», της είπε.

«Τι συμβαίνει, Γιενς;»

Εκείνος στεκόταν στο παράθυρο, κοίταζε την κίνηση έξω κι η ανησυχία που απέπνεε γέμιζε το δωμάτιο με ένταση.

«Θα χιονίσει σύντομα», μουρμούρισε. «Το κρύο θα προκαλέσει ξανά απεργίες. Τα μαγαζιά δεν έχουν ψωμί».

Η Βαλεντίνα ήρθε και στάθηκε πίσω του κι ακούμπησε το μάγουλο της στην πλάτη του.

«Τι έχεις;» τον ρώτησε.

«Δεν θα τον πιάσεις».