Выбрать главу

«Τον Αρκίν;»

«Δεν θα τον πιάσεις έτσι. Βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά».

Εκείνη τον γύρισε προς το μέρος της, κάρφωσε το βλέμμα της στα πράσινα μάτια του και του χαμογέλασε.

«Έχεις δίκιο. Πρέπει να σκεφτούμε ένα καινούργιο σχέδιο».

Το γράμμα το έδωσε στον Αρκίν ο παπάς που αντικαθιστούσε τον Μορόζοφ στην εκκλησία.

«Τον γύρευε η Αστυνομία», του είπε, «και πήγε στο χωριό του να κρυφτεί».

«Ποιος έφερε το γράμμα;»

«Μια νέα γυναίκα».

Ο Αρκίν το άνοιξε κι άρχισε να διαβάζει.

Βίκτορ Αρκίν, Περιμένεις πάρα πολλά από τη ζωή. Κι από μένα περιμένεις πολλά, αν νομίζεις ότι θα κρατηθώ μακριά σου.

Ας συναντηθούμε λοιπόν οι δυο μας, πρόσωπο με πρόσωπο, χωρίς κανέναν άλλο. Για να πούμε αυτά που πρέπει να ειπωθούν. Εσύ μπορείς να με αποκαλέσεις καταπιέστρια κι εγώ να σε αποκαλέσω φονιά. Έλα να με βρεις αύριο στην πίσω αυλή του νοσοκομείου της Αγίας Ισαβέλας. Στις τρεις. Για ποιο λόγο; Για να σου πω ότι οι μικρές προσωπικές μας τραγωδίες είναι το παν μέσα στη θύελλα που μαίνεται σόλη τη Ρωσία - και ότι έχω μέσα μου το παιδί σου.

Το χέρι του Αρκίν άρχισε να τρέμει κι οι λέξεις έπιασαν να χορεύουν πάνω στο χαρτί.

Η επιλογή της ήταν καλή. Η αυλή δεν ήταν ούτε δημόσιος χώρος ούτε ιδιωτικός. Ο Αρκίν την είχε επιθεωρήσει την ώρα που χάραζε η αυγή και καταλάβαινε γιατί η Βαλεντίνα είχε διαλέξει αυτό το μέρος για τη συνάντηση τους.

Υπήρχαν πάρα πολλές οδοί διαφυγής, κι άρα δεν έκανε για παγίδα. Έτσι θα ανάσαιναν κι οι δυο τους πιο άνετα. Κι ο Αρκίν ήθελε να την εμπιστευτεί.

Κάθισε και παρατήρησε για ώρες την αυλή. Γενικά ήταν ήσυχη, μα κάθε τόσο ξεσπούσε κάποια έντονη δραστηριότητα: ερχόταν ένα ασθενοφόρο, νοσοκόμοι έτρεχαν εδώ κι εκεί. Αυτό θα έκανε ακόμα πιο ασφαλή τη συνάντηση τους.

Ο Αρκίν απομνημόνευσε ποια σημεία της αυλής ήταν ορατά από το πίσω μέρος του νοσοκομείου. Κι όπως ο ήλιος σκαρφάλωνε στον ουρανό, άναψε ένα τσιγάρο πίσω από τη γωνία μιας αποθήκης, ξέροντας πως είναι αόρατος.

Μάλιστα, Βαλεντίνα Ιβάνοβα, η επιλογή σου είναι καλή.

Η Βαλεντίνα ήταν πνιγμένη στη δουλειά. Ο θάλαμος όπου υπηρετούσε ήταν σωστό τρελοκομείο. Μια πυρκαγιά που ξέσπασε στο εργοστάσιο όπου έφτιαχναν πανιά για τα πλοία είχε προκαλέσει πολλά εγκαύματα, κυρίως σε γυναίκες. Ο χρόνος κυλούσε βιαστικά. Κάθε φορά που κοίταζε το μεγάλο ρολόι του τοίχου, οι δείκτες του είχαν κάνει κι ένα καινούργιο άλμα. Μία η ώρα. Ξέπλυνε ένα καμένο μέλος με απολυμαντικό και βοήθησε έναν άντρα με αφυδάτωση να πιει αργά ένα ποτήρι τσάι. Δύο η ώρα.

Το σάλιο της είχε στεγνώσει. Θα εμφανιζόταν εκείνος; Συλλογίστηκε ξανά το γράμμα που του στείλε. Είχε φροντίσει να μην το δει ο Γιενς, του είπε μόνο πως ζητούσε από τον Αρκίν μια συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο. Θα πίστευε τάχα ο Αρκίν τις τελευταίες λέξεις της επιστολής της; Κάθισε να φροντίσει μια γυναίκα που τα είχε κάπως χαμένα και δεν καταλάβαινε ούτε πού βρισκόταν ούτε γιατί την είχε πάει εκεί ο γιος της.

Δύο και πενήντα ένα. Έπλυνε τα χέρια της και φόρεσε την κάπα της. Δύο και πενήντα έξι. Ξεκίνησε να διασχίσει τους μακριούς διαδρόμους που έβγαζαν στο πίσω μέρος του νοσοκομείου. Άνοιξε τη διπλή εξώπορτα και βρέθηκε στη λιακάδα που την τύφλωσε.

Εκεί ήταν. Στεκόταν ακουμπισμένος σ’ έναν τοίχο, πιο ψηλός από,τι τον θυμόταν και πολύ πιο αδύνατος. Τα κόκαλα του προσώπου του εξείχαν. Το βλέμμα της Βαλεντίνας καρφώθηκε στο πιστόλι που κρατούσε χαλαρά στα χέρια του, και για πρώτη της φορά συλλογίστηκε ότι μπορούσε να τη σκοτώσει. Όχι. Δεν θα τη σκότωνε αν κατάφερνε να τον πείσει ότι είχε μέσα της το παιδί του.

Η Βαλεντίνα προχώρησε σένα ηλιόλουστο σημείο δίπλα σε μια από τις δυο αποθήκες που υπήρχαν στην αυλή, αλλά ο Αρκίν δεν κουνήθηκε. Πέρασε ένα ολόκληρο λεπτό και τότε εκείνος πλησίασε πατώντας ανάλαφρα σαν γάτα.

Σταμάτησε πέντε βήματα μακριά της.

«Μου δημιουργείς προβλήματα».

«Πολύ το χαίρομαι».

«Πού είναι εκείνος;»

«Ποιος;»

«Ο μηχανικός σου».

«Δεν το ξέρει ότι βρίσκομαι εδώ».

Ο Αρκίν χαμογέλασε ευγενικά, χαμήλωσε το όπλο και την κοίταξε προσεκτικά. Η Βαλεντίνα δεν κατάλαβε αν την πίστεψε.

«Μπορεί να λες αλήθεια. Δεν φαντάζομαι να του είπες πόσο πουτανίστικα φέρθηκες σεκείνη την ίζμπα».

Η Βαλεντίνα δεν του απάντησε.

«Τι θέλεις λοιπόν;» Ο τόνος του ήταν σαν να μιλούσε για δουλειά.

«Πού είναι οι άντρες σου; Είμαι σίγουρη ότι κρύβονται κάπου στις αποθήκες».

Χαμογέλασε. Σκληρά αυτή τη φορά.

«Κανείς δεν βρίσκεται εδώ. Σκέφτηκα βέβαια ότι θα μπορούσα να σε πιάσω πάλι, να σε κρατήσω αιχμάλωτη εννιά μήνες κι ύστερα να πάρω το παιδί και να σου κόψω το λαρύγγι».

Η σκέψη πως θα μπορούσε να της κάνει κάτι τέτοιο, της έφερε τρεμούλα.