Η Βαλεντίνα, όμως, ήταν ταραγμένη. Την ενοχλούσε που κανένας άλλος δεν έδειχνε φοβισμένος, που κανενός δεν ήταν κομμένη η ανάσα. Αυτή ήταν χαζή ή οι άλλοι; «Βαλεντίνα».
«Ναι;»
«Είσαι καλά;» Η Κάτια την κοίταζε ερευνητικά.
«Ναι».
Η Κάτια άλλαξε επίτηδες θέμα.
«Ωραίο το καινούργιο αυτοκίνητο, δεν συμφωνείς;»
«Βέβαια».
«Κι ο Αρκίν φέρθηκε τέλεια».
«Είναι καλός οδηγός».
Η Βαλεντίνα κοίταξε έξω από τα μεγάλα καμαρωτά παράθυρα, τα ντυμένα με διάφανες κουρτίνες. Κάτι μέσα της τρεμούλιασε.
«Ακούς τίποτα;» ρώτησε. «Μου φάνηκε πως άκουσα.»
Η Κάτια της έπιασε το χέρι πάνω στο κολλαριστό τραπεζομάντιλο. Ντελικάτο το χέρι της μιας, μυώδες από τη συνεχή εξάσκηση στο πιάνο της άλλης.
«Δεν είναι κακό να φοβάσαι καμιά φορά», είπε η Κάτια, «ύστερα απόσα τράβηξες στο δάσος».
Η Βαλεντίνα κοίταξε ξανά προς τις κουρτίνες.
«Εσύ δεν φοβήθηκες σήμερα», είπε.
«Η δική μου ζωή είναι τόσο άδεια και πληκτική, που δεν έχω μάθει πότε πρέπει να φοβάμαι. Εσύ είσαι πιο λογική».
«Κάτια, λες να-»
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή μια βροχή από τούβλα έπεσε στις βιτρίνες και κομματάκια γυαλί πετάχτηκαν κι έσκισαν τα πουδραρισμένα πρόσωπα. Ένα τριγωνικό κομμάτι γυαλί, σαν μύτη βέλους, καρφώθηκε στο λαιμό μιας γυναίκας.
Όλοι άρχισαν να ουρλιάζουν.
Η Βαλεντίνα έτρεχε. Γλιστρούσε και παραπατούσε στο χιόνι, αλλά δεν σταματούσε να τρέχει. Οι ρόδες της αναπηρικής καρέκλας γλιστρούσαν κι αυτές και τσίριζαν.
«Μη, Βαλεντίνα!» Ένα παγωμένο χέρι άδραξε το δικό της. «Σταμάτα, σε παρακαλώ, σταμάτα!»
Η Κάτια την ικέτευε. Με μεγάλη προσπάθεια, η Βαλεντίνα ανάγκασε τα πόδια της να σταματήσουν, αλλά τα χέρια της έμειναν κολλημένα στις παγωμένες λαβές του καροτσιού. Στο μυαλό της αντηχούσε ακόμα το ουρλιαχτό της γυναίκας με το γυαλί καρφωμένο στο λαιμό της. Προσπάθησε να πάρει βαθιά ανάσα, κι ο παγωμένος αέρας της ξέσκισε τα πνευμόνια.
«Βαλεντίνα, θα πεθάνουμε απ’ το κρύο».
Αργά, πολύ αργά, το μυαλό της Βαλεντίνας άρχισε ξανά να λειτουργεί. Η Κάτια είχε στραφεί και το γυμνό χέρι της της τραβούσε το μανίκι. Τα γαλάζια της μάτια την κοίταζαν πανικόβλητα.
«Είσαι καλά, Κάτια;»
Η αδελφή της κούνησε το κεφάλι της.
Η Βαλεντίνα κοίταξε ένα γύρω και τα χασέ ανακαλύπτοντας ότι βρίσκονταν σένα στενό και βρομερό σοκάκι γεμάτο σκουπίδια. Τα παράθυρα των σπιτιών ήταν κλεισμένα με χαρτόνια και σανίδια. Οι τοίχοι ήταν σκασμένοι, τα χρώματα τους ξεφλούδιζαν. Ένας κουρελιάρης άντρας μ ένα ψωραλέο σκυλί στεκόταν και τις κοίταζε.
Αχ, Θεέ μου, τι είχε κάνει; Με το που έπεσαν τα τούβλα στα τζάμια, η μοναδική της σκέψη ήταν να πάρει την Κάτια από κει πέρα. Να την πάει έξω. Μακριά. Σε ασφάλεια.
Άρπαξε το αναπηρικό καροτσάκι, πέρασε την πόρτα της κουζίνας, κι από κει βρέθηκε σε μια αυλή γεμάτη κασόνια και τενεκέδες. Κι άρχισε να τρέχει. Να πάει μακριά. Σε ασφάλεια. Όρμησε σε δρόμους που δεν είχε ξαναδεί, το ένστικτο της της έλεγε πως πιο ασφαλής θα ήταν ανάμεσα στους άθλιους και τους ξεχασμένους ίτης ζωής, παρά ανάμεσα στο δικό της κόσμο, όπου οι βόμβες και τα τούβλα είχαν αντικαταστήσει τα λόγια.
Τα μάγουλα της Κάτιας είχαν ασπρίσει. Ξεπάγιαζε. Ο βόρειος άνεμος κατέβαινε μανιασμένος από τον κόλπο της Φινλανδίας κι αυτές ούτε παλτό φορούσαν ούτε γάντια, ούτε καν ένα μαντίλι. Τα είχαν παρατήσει όλα στο «Λα Γκαβότ». Η Βαλεντίνα ζεσταινόταν, έτσι που έτρεχε - αλλά την Κάτια τη σκότωνε. Ξανά. Το αίμα πάγωνε στις φλέβες της. Τράβηξε προς την πιο κοντινή πόρτα. Ήταν σπασμένη στη μέση και μπαλωμένη με σανίδια, αλλά η Βαλεντίνα δεν δίστασε. Τη χτύπησε δυνατά. Ύστερα από μια μακριά αναμονή, άνοιξε ένα παιδάκι που της έφτανε ως τη μέση.
«Μπορούμε να μπούμε; Σε παρακαλώ, κρυώνουμε».
Το αγόρι δεν αντέδρασε. Το πρόσωπο του ήταν γεμάτο κακάδια κι έξυνε με το δάχτυλο του ένα σπυρί στο σαγόνι του.
«Κρυώνουμε», είπε ξανά η Βαλεντίνα. «Η μητέρα σου είναι μέσα;»
Ο μικρός έκανε ένα βήμα πίσω, μα αντί ν’ ανοίξει κι άλλο την πόρτα την έκλεισε. Η Βαλεντίνα ξαναχτύπησε. Τόσο δυνατά, που η χαραματιά μεγάλωσε.
«Άνοιξε την πόρτα!» φώναξε. «Άνοιξε!»
Η πόρτα άνοιξε λιγάκι κι ένα γαλανό μάτι κοίταξε έξω.
«Τι θέλετε;» ρώτησε μια κοριτσίστικη φωνή.
«Η αδελφή μου κοντεύει να πεθάνει απ’ το κρύο. Σε παρακαλώ, άφησε μας να μπούμε».
Αυτή τη φορά συνόδεψε τα λόγια της μένα δυνατό σπρώξιμο που αιφνιδίασε το κορίτσι και το πέταξε πίσω.
Προτού προλάβει να συνέρθει, η Βαλεντίνα είχε μπει μαζί με το αναπηρικό καροτσάκι σένα μισοσκότεινο χολ κι είχε κλείσει πίσω της την πόρτα. Το κτίριο βρομοκοπούσε κι η σκάλα του ήταν γεμάτη ποντικοκούραδα.