«Θα σου είχα καρφώσει ένα πιρούνι στο λαιμό πολύ πριν περάσουν οι εννιά μήνες», του απάντησε.
Εκείνος γέλασε. Το διασκέδαζε.
«Σε πιστεύω. Αν το παιδί είναι πραγματικά δικό μου κι όχι του μηχανικού, σκέφτηκες μήπως να με παντρευτείς ή να μου δώσεις το παιδί;»
«Όχι», αποκρίθηκε κρύβοντας με το ζόρι την αηδία της.
«Τι θέλεις λοιπόν; Ορίστε, ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο. Σκοπεύεις να προσπαθήσεις να με σκοτώσεις;»
«Το σκέφτηκα κι αυτό».
Μα πώς μπορούσε να γελάει αυτός ο άνθρωπος; Πώς γινόταν να μην τον τρώνε οι τύψεις ύστερα από αυτό που προξένησε στην Κάτια; Άνοιξε την κάπα της.
«Βλέπεις ότι είμαι άοπλη».
«Αυτό με κάνει ακόμα πιο νευρικό». Το βλέμμα του σάρωσε την αυλή. «Δεν έπρεπε να έρθω».
«Αρκίν, θέλω να ξέρεις ότι κάθε μέρα που ξυπνάω, πονάω. Σόλη μου τη ζωή θα αποθυμάω την αδελφή μου. Η μητέρα μου υποφέρει, το ίδιο κι ο πατέρας μου. Εσύ κι ο αγώνας των μπολσεβίκων σου καταστρέψατε την οικογένεια μου».
Η έκφραση του σκοτείνιασε. Θλίψη ήταν αυτό ή ικανοποίηση; Η Βαλεντίνα ξεκούμπωσε το γιακά της κάπας της και την άφησε να γλιστρήσει απτους ώμους της. Ήταν το σύνθημα για τον Γιενς κι ο Αρκίν το κατάλαβε αμέσως. Το βλέμμα του σάρωσε τα παράθυρα του νοσοκομείου, όμως ο Γιενς βρισκόταν σεκείνο που το χτυπούσε ο ήλιος και γυάλιζε. Ο Αρκίν το βαλε στα πόδια. Ήξερε τι θα επακολουθούσε.
Ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Το δεξί πόδι του Αρκίν λύγισε κι αυτός βρέθηκε χάμω στα χαλίκια. Ωστόσο σύρθηκε ως τη σκιά της αποθήκης. Η Βαλεντίνα γύρισε και κοίταξε το παράθυρο που πίσω του κρυβόταν από χθες ο Γιενς.
«Σπασίμπα, Γιενς», ψιθύρισε.
Ο Αρκίν έδενε ένα μαντίλι στο γόνατο του απ’ το οποίο έσταζαν αίματα και κομματάκια κόκαλο. Η Βαλεντίνα ήρθε και στάθηκε από πάνω του και τον κοίταξε. Το πρόσωπο του ήταν συσπασμένο από αγωνία.
«Τώρα θα νιώθεις κι εσύ πόνο», του είπε σκληρά. «Όσο ζεις, θα πονάς. Ο θάνατος θα είναι ανακούφιση για σένα.
Θέλω να υποφέρεις όπως υπέφερε η Κάτια. Θέλω να με μισείς κάθε φορά που θα κάνεις ένα βήμα, όπως θα σε μισώ κι εγώ κάθε μέρα που θα ζω χωρίς την Κάτια».
Την κοίταξε και τα μάτια του ήταν δύο μαύρες τρύπες απόπου ξεχείλιζε η οργή.
«Θα έρθει μια μέρα που ο μηχανικός σου θα το πληρώσει αυτό»,είπε.
Η Βαλεντίνα τον άρπαξε από τα μαλλιά και του τράβηξε πίσω το κεφάλι.
«Έτσι και τον αγγίξεις, σου ορκίζομαι ότι θα σκοτώσω το παιδί». Έτσι όπως κοιτάζονταν κατάματα, η κοπέλα κατάλαβε ότι την πίστευε. Τον άφησε και σκούπισε το χέρι της στη φούστα της. «Πάω να σου στείλω ένα φορείο», είπε, γύρισε και μπήκε στο νοσοκομείο. Μέχρι να επιστρέψει μαζί με δυο τραυματιοφορείς, ο Βίκτορ Αρκίν είχε εξαφανιστεί. Μόνο το αίμα του είχε μείνει πάνω στα χαλίκια.
38
Από κείνη τη μέρα και μετά ο Γιενς παρατήρησε μια αλλαγή στη Βαλεντίνα. Οι σκιές που σκοτείνιαζαν τα μάτια της λιγόστεψαν κάπως κι οι κινήσεις της ξαναβρήκαν ένα μέρος από τη χάρη τους. Δεν το συζήτησαν αυτό που είχε συμβεί. Κανείς τους δεν ήθελε να αναφέρει το όνομα του Αρκίν, να ξαναφέρει ανάμεσα τους το φάντασμα του. Ο τρόπος, όμως, που έκαναν έρωτα έγινε πιο τρυφερός κι ο τρόπος που του έπαιζε πιάνο απέκτησε ένα βαθύτερο πάθος που τον έκανε να την αποθυμάει οδυνηρά.
Κρυφά από κείνη, ο Γιενς συνέχισε να ψάχνει για τον Αρκίν. Χτένισε τις τρώγλες της Αγίας Πετρούπολης, μα δεν βρήκε το παραμικρό ίχνος του. Πείστηκε ότι ο Αρκίν είχε φύγει απτην πόλη. Ή πάλι, αν υπήρχε κάποια Θεία Δίκη, θα είχε πάθει γάγγραινα και θα είχε πεθάνει. Ωστόσο ο Γιενς δεν πίστευε στη Θεία Δίκη. Τη δικαιοσύνη έπρεπε να την απονέμεις μόνος σου.
Παρόλο που η περίοδος του πένθους δεν είχε περάσει ακόμα, ο Γιενς μίλησε στους Ιβάνοφ κι η γαμήλια τελετή κανονίστηκε με σχετική ταχύτητα. Δεν του άρεσαν οι ρωσικοί γάμοι, ήταν πολύ μακρόσυρτοι και αυστηροί για το γούστο του, χωρίς λουλούδια και γαμήλια εμβατήρια. Ωστόσο, κοίταζε σαν υπνωτισμένος όταν η νυφούλα του εμφανίστηκε μπροστά του με το κάτασπρο μακρύ φόρεμα της, μ ένα αναμμένο κερί στα χέρια και τα μαύρα της μαλλιά μαζεμένα κάτω από ένα λευκό πέπλο στολισμένο με μαργαριτάρια που συναγωνίζονταν τη λευκότητα της επιδερμίδας της.
Όταν τα χρυσά στέφανα ακούμπησαν στα κεφάλια τους, το βλέμμα της Βαλεντίνας τινάχτηκε στην πόρτα της εκκλησίας, λες και περίμενε να μπει κάποιος. Μια μικρή ρυτίδα χάραξε το μέτωπο της και μια φοβισμένη ανατριχίλα διέτρεξε το κορμί της κάτω από το πέπλ της.
Για πολλοστή φορά ο Γιενς καταράστηκε τον εαυτό του που δεν είχε σημαδέψει πιο ψηλά εκείνη την ημέρα στην αυλή του νοσοκομείου, για νανοίξει μια τρύπα μεγάλη σαν τα στέφανα τους στο στήθος του Αρκίν. Ωστόσο, είχε διακρίνει ότι ο επαναστάτης φορούσε αλεξίσφαιρο γιλέκο κάτω απτα ρούχα του. Γι’ αυτό έδειχνε τόσο θάρρος ο μπάσταρδος. Τώρα, όμως, με το ποδάρι του σακατεμένο, θα έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί στους δρόμους της Πετρούπολης.