Η Βαλεντίνα γέλαγε κι έκλαιγε αδιάκοπα. Άγγιζε τα ματάκια, τα αφτάκια, το σαγανάκι της μικρής της, κοίταζε τα λακκάκια της, δεν τη χόρταινε. Και ξετρελάθηκε από χαρά όταν ο Γιενς δεν περίμενε να τον φωνάξει ο γιατρός Φεντόριν, αλλά άνοιξε την πόρτα κι όρμησε στο δωμάτιο μόλις άκουσε το πρώτο κλάμα του μωρού. Έμεινε ξερός βλέποντας μάνα και κόρη στο κρεβάτι. Όσο κι αν είχε προετοιμαστεί γι’ αυτό, συγκλονίστηκε. Σεισμός έγινε μέσα του.
Ύστερα χαμογέλασε τόσο πλατιά, που η Βαλεντίνα νόμισε πως θα του σκίζονταν τα μάγουλα και κάθισε όσο πιο απαλά μπορούσε στο κρεβάτι.
«Βαλεντίνα, πώς...»
«Είμαι κομμάτια και πονάω παντού. Καμιά σχέση με το πώς γεννάει η γάτα τα γατάκια της». Σήκωσε το μωρό κι εκείνος το έκλεισε στην αγκαλιά του. Κράτησε την κόρη του ώρα πολλή, κοιτάζοντας τα κόκκινα μαλλάκια της που ήταν ακόμα κολλημένα στο μέτωπο της. Κι όταν το στοματάκι της άνοιξε σ’ ένα σιωπηλό χασμουρητό, γέλασε και κοίταξε τη Βαλεντίνα. Το βλέμμα του έκρυβε τόση αγάπη, που λες κι ο κόσμος υπήρχε μόνο γιαυτούς.
«Δεν συνειδητοποιούσα ότι ως τώρα η ζωή μου δεν ήταν ολοκληρωμένη», είπε ο Γιενς. «Τώρα, με τούτο το παιδί, είναι». Η φωνή του έτρεμε. «Είναι πανέμορφη».
Η Βαλεντίνα χαμογέλασε κουρασμένα.
«Να τη βγάλουμε Λίντια», είπε.
39
Φεβρουάριος 1917
Αγία Πετρούπολη
«Σταμάτα!» φώναξε η Βαλεντίνα καθώς ο Γιενς οδηγούσε το αυτοκίνητο μες στη μεγάλη κίνηση της πλατείας του Αγίου Ισαάκ. Η βροχή έπεφτε πυκνή, χτυπούσε πάνω στις ομπρέλες των πεζών και στη στέγη του αυτοκινήτου και κατρακυλούσε στα χαντάκια. Η Βαλεντίνα είχε προσέξει πως όποτε έβρεχε κι ο Γιενς βρισκόταν έξω, εξέταζε με προσοχή το κάθε φρεάτιο για να δει αν ρουφάει σωστά το νερό.
«Σταμάτα, σε παρακαλώ», είπε ξανά η Βαλεντίνα.
«Τι συμβαίνει;»
Είχαν πάει επίσκεψη στη μητέρα της Βαλεντίνας μαζί με τη Λίντια, όμως ο Γιενς είχε επιμείνει να φύγουν νωρίς, δεν ήθελε να βρίσκονται στους δρόμους η γυναίκα κι η κόρη του όταν έπεφτε το σκοτάδι. Η Βαλεντίνα δεν του έριχνε άδικο. Το Φεβρουάριο οι μέρες ήταν σύντομες κι η ατμόσφαιρα της πόλης βαριά. Έκανε τρομερό κρύο και τρία σχεδόν χρόνια πολέμου με τη Γερμανία είχαν φορτώσει με τρομακτικές ήττες και ταπεινώσεις τη Ρωσία εξαιτίας της ανικανότητας των στρατηγών της. Τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα τραυματίες που γύριζαν απ’ το μέτωπο και ζητιάνευαν, καθώς κανείς δεν τους τάιζε, ούτε τους φρόντιζε. Η οργή του λαού ενάντια στον τσάρο ξεσπούσε όχι απλά με απεργίες, αλλά και με οδοφράγματα. Καταστήματα καταστρέφονταν, πέτρες και τούβλα σφύριζαν στον αέρα, βόμβες ανατίναζαν επιχειρήσεις.
«Θάνατος στους καπιταλιστές!» άκουγες να αντιλαλούν οι δρόμοι.
Τα τρόφιμα δίνονταν με το δελτίο. Υπήρχε μεγάλη έλλειψη χλιεμπ, ψωμιού, για να γεμίσει τις άδειες κοιλιές των εργατών. Τέρμα το αλεύρι, το γάλα, το βούτυρο, η ζάχαρη.
Τεράστιες ουρές σχηματίζονταν έξω από φούρνους και κρεοπωλεία - και το κρύο παρέμενε τρομερό.
Τόσο ξεχείλιζε από μίσος η ατμόσφαιρα, που η Βαλεντίνα ένιωθε τον αέρα πικρό σαν δηλητήριο. Οκτώ εκατομμύρια Ρώσοι στρατιώτες νεκροί, τραυματίες ή αιχμάλωτοι, οι μάζες να αποκαλούν προδότρα Γερμανίδα πουτάνα την τσαρίνα Αλεξάνδρα, κι ο τσάρος Νικόλαος φευγάτος από το Πέτρογκραντ να βρίσκεται στο Γενικό Επιτελείο στο μέτωπο.
Πέτρογκραντ. Τρία χρόνια τώρα χρησιμοποιούσαν αυτό το όνομα για την πρωτεύουσα, μα η Βαλεντίνα δεν μπορούσε να το συνηθίσει ακόμα. Το παλιό όνομα της Αγίας Πετρούπολης, το Πέτερσμπουργκ, είχε γερμανική προέλευση και το είχαν αλλάξει για να μη θυμίζει το μισητό εχθρό. Από την αρχή του πολέμου στα 1914, οτιδήποτε γερμανικό ήταν μισητό - συμπεριλαμβανομένης και της συζύγου του τσάρου.
Μόλις ο Γιενς σταμάτησε το αυτοκίνητο, η Βαλεντίνα πήδηξε έξω και διέσχισε τρέχοντας την πλατεία με το παλτό της να κολλάει επάνω της μουσκεμένο. Έτρεξε στα πλακάτ, στους πίνακες με εφημερίδες και ανακοινώσεις. Εξαιτίας του απαίσιου καιρού δεν υπήρχε πλήθος συγκεντρωμένο μπροστά τους να διαβάζει, κι έτσι η Βαλεντίνα μπόρεσε να το δει.
Εκείνο το κόκκινο κουρέλι που η Βάρενκα της είχε υποσχεθεί να κρεμάσει για προειδοποίηση. Η καρδιά της σφίχτηκε. Ήταν προετοιμασμένη για τούτη τη στιγμή, αλλά δεν ήθελε να έρθει ακόμα. Όχι ακόμα.
Ο άνεμος ταρακουνούσε τις σκισμένες αφίσες που απαιτούσαν: «Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΤΟ ΛΑΟ!» και πίσω τους τέσσερα κοράκια κάθονταν κατάμαυρα πάνω στον τρούλο της εκκλησίας. Το κόκκινο κουρέλι ήταν καρφωμένο στον πίνακα των ανακοινώσεων και την περίμενε. Άπλωσε το χέρι της και το κατέβασε.