Выбрать главу

«Μαμά, είσαι μούσκεμα».

Μόλις η Βαλεντίνα μπήκε στο αυτοκίνητο, τα χεράκια της Λίντιας της σκούπισαν τα μάγουλα.

«Τι ήταν αυτό;» τη ρώτησε ο Γιενς.

«Αυτό είναι από τη Βάρενκα». Του άπλωσε το κόκκινο κουρέλι που έσταζε νερά.

Ο Γιενς κούνησε αργά το κεφάλι.

«Ύστερα από πέντε χρόνια σιωπής», είπε.

«Γιενς, μας προειδοποιεί. Είχε πει ότι θα το κρεμούσε για να μας ειδοποιήσει ότι η επανάσταση πλησιάζει. Το θυμάσαι;»

«Ναι, το θυμάμαι». Κοίταξε με ζοφερό ύφος τις θολές φιγούρες των ανθρώπων που έτρεχαν μες στη βροχή. «Οχ, Θεέ μου. Τώρα θαρχίσει η αιματοχυσία».

κοίταξε και χαμογέλασε. Πεσμένος στα τέσσερα μαζί με τη Λίντια, έφτιαχνε με κύβους ένα σιδηροδρομικό σταθμό.

Τεσσάρων χρόνων η μικρή, ζάρωνε απορροφημένη το μέτωπο προσπαθώντας να ισορροπήσει τους κύβους, αντιγράφοντας τις κινήσεις και το ύφος του πατέρα της. Φορούσε ένα ναυτικό φουστανάκι από βελούδο με δαντελένιο κολάρο και μανικέτια, που τα είχε ανασηκώσει για να μην την εμποδίζουν στη δουλειά της. Και τη φούστα της την είχε χώσει μέσα στο βρακάκι της για να μην μπερδεύεται στα πόδια της. Η Βαλεντίνα αναστέναξε υπομονετικά. Η κόρη της με τα φλογάτα μαλλιά δεν γινόταν αυτό ακριβώς που περίμενε. Δεν ξέφευγε τίποτα από τα ελαφίσια μάτια της και προτιμούσε να παίζει με μακέτες και τρενάκια παρά με το υπέροχο κουκλόσπιτο που της είχε αγοράσει στα γενέθλια της η Βαλεντίνα.

«Το ράψιμο το κάνει η υπηρέτρια», είπε ο Γιενς κοιτάζοντας τη μανασηκωμένα φρύδια. «Τι κάνεις λοιπόν εκεί;»

«Ετοιμάζομαι», του απάντησε χαμηλόφωνα η Βαλεντίνα.

Έβγαλε ένα χρυσό ρούβλι απτην τσέπη της και το έχωσε στην τρύπα που είχε ανοίξει στο στρίφωμα ενός απλού καφέ φορέματος.

Ο Γιενς την κοίταξε και ξεροκατάπιε.

«Εκεί φτάσαμε, αγαπημένη μου;»

«Ναι, θαρρώ πως εκεί φτάσαμε».

Η Λίντια τέλειωσε με τους κύβους κι έβαλε τα γέλια ικανοποιημένη.

«Μαμά, μπορώ να παίξω μαζί σου;» φώναξε.

«Τι κάνεις εκεί;» ρώτησε ο Γιενς.

Η Βαλεντίνα σήκωσε τα μάτια από αυτό που έραβε, τον Ο Λένιν γύριζε στη Ρωσία. Ο δοξασμένος Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν επέστρεφε επιτέλους από την εξορία του στην Ελβετία. Κι ο Αρκίν συνειδητοποιούσε τι σήμαινε αυτό: Το τέλος των Ρομανόφ.

Ύστερα από πεντακόσια χρόνια τυραννίας είχαν ξοφλήσει. Τώρα που ο λαός θα είχε έναν ηγέτη-σύμβολο, τίποτα και κανείς δεν θα τον σταματούσε. Ούτε ο τσάρος ούτε τα στρατεύματα του, ούτε οι γελοίες απόπειρες του να φιμώσει το προλεταριάτο διαλύοντας τη Δούμα, το Κοινοβούλιο. Η ατμόσφαιρα έσταζε οργή. Οι δρόμοι του Πέτρογκραντ είχαν πάρει φωτιά. Όχι μόνο τα καταστήματα και οι επιχειρήσεις των καπιταλιστών, αλλά και το χώμα που πατούσαν τυλιγμένο στις φλόγες έκαιγε τα παλιά συστήματα, απαλλάσσοντας τη Ρωσία από την αδικία και το φόβο.

Ο Αρκίν άναψε ένα τσιγάρο και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά καθώς τέντωνε και μάζευε το τραυματισμένο του γόνατο. Κοίταξε ένα γύρω. Το γραφείο ήταν μικρό, μα του έφτανε. Στους τοίχους είχε αφίσες που έγραφαν: «ΕΡΓΑΤΕΣ ΕΝΩΘΕΙΤΕ!» και «Η ΝΙΚΗ ΣΤΟ ΛΑΟ!» Μια τεράστια εικόνα έδειχνε μια σφιγμένη γροθιά κι ένα χωρικό να τσαλαπατάει το δικέφαλο αετό των Ρομανόφ. Ένα τραπέζι, ένα τηλέφωνο, ένα ντουλάπι, μια γραφομηχανή και σωροί από τετράγωνες λευκές κάρτες. Εκατοντάδες. Σαυτές έγραφε ονόματα, στοιχεία και λεπτομέρειες.

Πάνω πάνω στη στοίβα που ήταν μπροστά του ήταν γραμμένο: «Γιενς Φρίις, Δανός μηχανικός». Την έπιασε με τα δυο του δάχτυλα κι έτριψε ένα σπίρτο στο πόδι του τραπεζιού. Η φλόγα ξεπήδησε πεινασμένη κι ο Αρκίν την κράτησε κάτω από την κάρτα. Την παρακολούθησε να καταβροχθίζει το χαρτί που τριζοκόπησε κι έγινε στάχτη.

Το πέταξε στο σκουπιδοτενεκέ δίπλα του και χαμογέλασε σκληρά. Σύντομα, πολύ σύντομα, ο Γιενς Φρίις θα έπαυε να υπάρχει.

Ο Γιενς βρισκόταν στο στάβλο και ξύστριζε το άλογο του, τον Ήρωα, με γρήγορες, θυμωμένες κινήσεις. Μόλις είχε μάθει ότι ο στρατηγός Κριμόφ είχε επιστρέψει από το ρωσογερμανικό μέτωπο. Και διηγήθηκε ιστορίες για χιλιάδες νεκρούς και τρομακτικές ελλείψεις εφοδίων. Οι στρατιώτες χάνονταν απ’ το κρύο και την πείνα κι όσοι επιζούσαν βάδιζαν με σκισμένες αρβύλες που τις έδεναν με σπάγκους.

Τα κρυοπαγήματα θέριζαν στα χαρακώματα. Τα πυρομαχικά δεν ήταν αρκετά. Τα τοξικά, αέρια τους τύφλωναν.

Τρόφιμα δεν υπήρχαν, ούτε κουβέρτες. Κι όπως δεν είχαν καμιά εμπιστοσύνη στους διοικητές τους, η απελπισία κι η αθλιότητα τους έκαναν να λιποτακτούν κατά χιλιάδες.

«Είναι να τους κατηγορείς;» μονολόγησε ο Γιενς - και την άλλη στιγμή άκουσε ένα αμάξι να σταματάει έξω από το σπίτι του.