Выбрать главу

«Ήρθε η κόμισσα σου!» φώναξε ο Λιεβ Ποπκόφ μορφάζοντας.

«Δεν είναι δική μου κόμισσα, βόδι!»

Ο μεγαλόσωμος Κοζάκος τρελαινόταν να πειράζει τον Γιενς και να τον κάνει να χάνει την ψυχραιμία του. Όταν η Βαλεντίνα έφυγε από το σπιτικό των Ιβάνοφ, είχε φύγει κι αυτός. Κανείς δεν ήξερε πού ζούσε και πώς. Τούτα τα τελευταία χρόνια είχε αφήσει τη γενειάδα του να φουντώσει κατάμαυρη κι έδειχνε ναπολαμβάνει την ελευθερία του.

Όταν τα βράδια η Βαλεντίνα μελετούσε κάποιο καινούργιο κομμάτι στο πιάνο για ένα από τα ρεσιτάλ της κι ήθελε να είναι μόνη, ο Γιενς έβγαινε να φροντίσει τον Ήρωα και να καπνίσει κάτω από το φως των αστεριών. Και τις πιο πολλές φορές έβρισκε εκεί και τον Ποπκόφ, με μια τράπουλα κι ένα μπουκάλι βότκα.

Μια φορά μονάχα είχαν τσακωθεί, και μάλιστα για τη Βαλεντίνα. Ήταν στα τέλη της περασμένης χρονιάς, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, τη νύχτα που δολοφόνησαν τον Ρασπούτιν και πέταξαν το πτώμα του στο ποτάμι. Ο Ποπκόφ ήθελε να πει στη Βαλεντίνα πως άκουσε ότι ο Βίκτορ Αρκίν είχε εμφανιστεί πάλι στο Πέτρογκραντ. Ο Γιενς όμως του το απαγόρεψε. Τσακώθηκαν και στο τέλος ο Γιενς χρησιμοποίησε τη μοναδική γλώσσα που καταλάβαινε ο πεισματάρης Κοζάκος: Τον πέταξε στο χώμα. Κι ακολούθησε μια γερή κλοτσοπατινάδα.

«Τι στην ευχή σου συνέβη;» τον ρώτησε τρομαγμένη η Βαλεντίνα όταν τον είδε να μπαίνει σαν θύελλα στο σπίτι.

«Ο Ποπκόφ σου μου συνέβη», γρύλισε εκείνος.

Η Βαλεντίνα έσκασε στα γέλια και του καθάρισε τα γδαρσίματα χωρίς καθόλου συμπόνια.

«Μπορεί να σε κολλήσει λύσσα», του είπε κοροϊδευτικά.

Τέλος πάντων, τούτη την ώρα ο Γιενς δεν είχε καμιά όρεξη για επισκέψεις από την κόμισσα Σερόβα. Δεν είχε ξανάρθει στο σπίτι του. Τι της ήρθε τώρα να κουβαληθεί; Γέμισε έναν κουβά φρέσκο νερό για τον Ήρωα κι όταν γύρισε προς την πόρτα του στάβλου τα χασέ βλέποντας όχι την κόμισσα, αλλά το γιο της, το νεαρό Αλεξέι.

«Αλεξέι! Καλή σου μέρα. Πέρασε. Έχει έρθει κι η μητέρα σου;»

Το αγόρι πλησίασε κι ο Ήρωας το χαιρέτισε μένα απαλό χλιμίντρισμα. Ο Αλεξέι είχε ψηλώσει κι οι κινήσεις του ήταν άγαρμπες. Στα δώδεκα του χρόνια κοίταζε θαρραλέα τον κόσμο με τα πράσινα μάτια του.

«Είναι στο αμάξι. Θείε Γιενς, ήρθα να σε αποχαιρετίσω.

Ήθελα να σε δω, επειδή η μαμά κι εγώ φεύγουμε από το Πέτρογκραντ».

«Φεύγετε από το Πέτρογκραντ;»

«Η μαμά λέει πως εδώ δεν υπάρχει ασφάλεια».

«Πού θα πάτε;»

«Στο Παρίσι».

Ο Γιενς ένιωσε μια σουβλιά στο στήθος. Δεν ήθελε να το χάσει αυτό το αγόρι. Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του και τον ένιωσε να τσιτώνεται.

«Θα μου λείψεις, Αλεξέι. Θα μου λείψουν οι βόλτες μας με τ’ άλογα στο δάσος».

Το αγόρι έκανε μια στενοχωρημένη χειρονομία.

«Εγώ δεν θέλω να φύγω».

«Όμως η μητέρα σου έχει δίκιο. Εδώ δεν υπάρχει ασφάλεια».

«Εσύ δεν θα φύγεις;»

«Οι σοσιαλιστές δεν θα ενδιαφερθούν για μένα. Είμαι Δανός, κι άρα δεν διατρέχω κίνδυνο. Μην ανησυχείς».

Ο Αλεξέι τον κοίταξε κατάματα.

«Είσαι σίγουρος;» ρώτησε.

«Απολύτως».

Το αγόρι έδειξε νανακουφίζεται.

«Κι έτσι κι αλλιώς», πρόσθεσε ο Γιενς, «πρέπει να μείνω εδώ για να φροντίζω τους γιους του Αττίλα». Εδώ και καιρό δύο από τα παιδιά του λευκού ποντικιού βρίσκονταν στο ποντικοπαλάτι κι η Λίντια διασκέδαζε μαζί τους.

Ο Αλεξέι έσυρε τα πόδια του στο χώμα.

«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε μαλακά ο Γιενς.

«Σου έφερα αυτό». Σήκωσε μια καφετιά χαρτοσακούλα που κρατούσε και κοκκίνισε.

Ο Γιενς την άνοιξε και σφύριξε κατάπληκτος. Μέσα της βρίσκονταν ένα διαμαντένιο βραχιόλι κι ένα ζευγάρι χρυσά σκουλαρίκια.

«Δεν νομίζω να μου πάνε», αστειεύτηκε.

«Όχι, δεν είναι για σένα.» Το αγόρι είχε γίνει σαν παντζάρι. Έβαλε τα γέλια και κοίταξε μήπως τους κρυφακούει κανείς. Ο Ποπκόφ είχε εξαφανιστεί. «Η μαμά έβγαλε απ΄τη θυρίδα όλα της τα κοσμήματα και τα έκρυψε ανάμεσα στα ρούχα της, ακόμα και στα βαζάκια με τις κρέμες τα έβαλε».

«Αλήθεια;»

«Ναι. Λέει πως θα προσπαθήσουν να της τα κλέψουν».

«Μάλλον έχει δίκιο».

«Αυτά τα άφησε γιατί λέει πως δεν έχουν αξία, κι έτσι κι αλλιώς έχει πάρα πολλά». Κοίταξε τη χαρτοσακούλα. «Εμένα δεν μου φαίνονται άνευ αξίας».

«Όχι, δεν είναι άνευ αξίας. Η μαμά σου όμως έχει πάρα πολλά πανάκριβα κοσμήματα».

«Τέλος πάντων, θέλω να τα πάρεις εσύ. Να τα κρύψεις, για ώρα ανάγκης.» Ανασήκωσε τους κοκαλιάρικους ώμους του.

«Σ’ ευχαριστώ, Αλεξέι». Συγκινημένος ο Γιενς αγκάλιασε το αγόρι. «Θα μου λείψεις πάρα πολύ». Τον κοίταξε στα μάτια, εντυπωσιασμένος από την αξιοπρέπεια της σκέψης του. «Να μη σταματήσεις να ιππεύεις», του είπε.

«Μάλιστα». Το αγόρι πετάρισε τα βλέφαρα. «Θείε Γιενς, Σ’ ευχαριστώ για.»

Ο Γιενς του ανακάτωσε τα μαλλιά.

«Πήγαινε να χαιρετίσεις τον Ήρωα μέχρι να πω δυο λόγια με τη μητέρα σου».