Выбрать главу

Βγήκε από το στάβλο και είδε την κόμισσα να κάθεται στην άμαξα ντυμένη μένα πράσινο φόρεμα και με μια έκφραση σοβαρή και θλιμμένη.

«Ώστε φεύγετε από τη Ρωσία».

«Ναι».

«Πάτε στο Παρίσι».

Εκείνη χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι.

«Έτσι λέω σόλους. Στην πραγματικότητα πάμε στην Ανατολή».

«Μεγάλο ταξίδι αυτό».

«Πολύ πιο ασφαλές όμως από το να προσπαθήσω να περάσω μέσα από τις γραμμές του μετώπου τραβώντας προς τα δυτικά».

«Πουθενά δεν υπάρχει ασφάλεια πια. Να προσέχεις».

Η κόμισσα άπλωσε το χέρι και χάιδεψε απαλά το δικό του που ακουμπούσε στην πόρτα της άμαξας.

«Άκου, Γιενς. Μαθαίνω πως υπάρχει μια συνωμοσία αριστοκρατών για να κηρυχθεί έκπτωτος ο τσάρος Νικόλαος».

«Ξύπνησαν επιτέλους;»

«Όχι. Έξι από τους Μεγάλους Δούκες ενώθηκαν με τον πρίγκιπα Γκεόργκι Λβοφ από τη Δούμα, για να προσφέρουν το θρόνο στο Μεγάλο Δούκα Νικόλαο Νικολάεβιτς».

«Θέλουν ναλλάξουν ένα Ρομανόφ μέναν άλλο; Είναι τρελοί! Ο πρωθυπουργός Γκολίτσιν δεν έχει τη δύναμη να επιβάλει την τάξη για λογαριασμό τους. Δεν το καταλαβαίνουν πως είναι πολύ αργά για τέτοια;»

«Όχι, Γιενς. Αγαπάνε την πατρίδα τους και ξέρουν πως θα πρέπει να την εγκαταλείψουν αμέσως αν οι Ρομανόφ χάσουν το θρόνο».

«Κι εσύ αγαπάς τη Ρωσία, μα αυτό δεν σε εμποδίζει να την εγκαταλείψεις».

Το βλέμμα της πέταξε στο γιο της που έβγαινε απ’ το στάβλο κι ερχόταν προς το μέρος τους.

«Γιενς, σου είπα ψέματα ότι πατέρας του είναι ένας αξιωματικός που σκοτώθηκε». Η φωνή της έγινε ένας ψίθυρος.

«Ο πατέρας του είναι Ρομανόφ. Αν μαθευτεί, ο Αλεξέι θα κινδυνέψει θανάσιμα». Ανατρίχιασε ολόκληρη. «Γι’ αυτό φεύγουμε».

Ο Γιενς γύρισε, έπιασε το αγόρι από το μπράτσο και το ανέβασε στην άμαξα. Έκλεισε πίσω του την πόρτα.

«Φύγετε γρήγορα», είπε. «Σήμερα κιόλας».

«Αύριο», μουρμούρισε η κόμισσα.

«Θα έρθω να σας αποχαιρετίσω το πρωί».

Το αγόρι του χαμογέλασε.

«Να πάμε μια τελευταία βόλτα με τάλογα», είπε.

Εκείνη η μέρα ήταν η αρχή του τέλους. Η Βαλεντίνα σηκώθηκε νωρίς, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ακόμα και στην ήσυχη, γεμάτη φυλλωσιές λεωφόρο τους, άκουγε βαριά την ανάσα της πόλης. Παντού άκουγες ιστορίες για εργάτες που στρέφονταν κατά των αφεντικών τους, για κάποιους ταχυδρομικούς που ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου τον άνθρωπο που υπάκουαν δέκα χρόνια, για ένα ζευγάρι κοσμηματοπωλών που τους πέταξαν στο δρόμο οι υπάλληλοι τους. Η Βαλεντίνα φοβόταν για τον Γιενς. Με τη φαντασία της έβλεπε τους εργάτες να βγαίνουν σαν τυφλοπόντικες από τις στοές και να κομματιάζουν τον ντιρεκτόρ τους.

Ενστικτωδώς άπλωσε το χέρι της να τον χαϊδέψει για να βεβαιωθεί ότι βρισκόταν δίπλα της, κι εκείνος την τράβηξε αμέσως πάνω του. Η Βαλεντίνα του έκανε έναν έρωτα άγριο, τον σημάδεψε στο στήθος, του μάτωσε τα χείλη. Σήμερα χρειαζόταν κάτι παραπάνω από το σμίξιμο των κορμιών τους, από την αίσθηση του ανδρισμού του μέσα της.

Χρειαζόταν το αίμα του. Το χτύπο της καρδιάς του. Κι όταν τελικά έπεσε εξαντλημένη δίπλα του με τα μαλλιά της ανακατωμένα, εκείνος στηρίχτηκε στον αγκώνα του και την κοίταξε.

«Σαν πολύ πεινασμένη μου φαίνεσαι σήμερα», αστειεύτηκε.

Η Βαλεντίνα ανακάθισε και μάζεψε τα πόδια της από κάτω της.

«Μην πας στη δουλειά σήμερα», του είπε.

«Γιατί ειδικά σήμερα;»

«Έχω ένα άσχημο προαίσθημα. Μείνε σπίτι σήμερα».

«Αγάπη μου, πρέπει να πάω να αποχαιρετίσω τον Αλεξέι. Και στη δουλειά έχουμε μεγάλα προβλήματα».

Η καρδιά της πήδησε στο στήθος της.

«Με τους εργάτες;»

«Όχι, αν και τα σωματεία τους με ξεκουφαίνουν με τις απαιτήσεις τους. Το πρόβλημα αφορά τους παλιούς ξύλινους αγωγούς. Σαπίζουν. Το νερό μολύνεται σε πολλά σημεία, και ξέσπασε πάλι τυφοειδής πυρετός. Έβγαλα ανακοίνωση να μην πίνει το νερό ο κόσμος. Μα τι να κάνουν κι αυτοί;»

Κατέβηκε από το κρεβάτι με το μυαλό του ήδη στα προβλήματα της ημέρας.

Η Βαλεντίνα είχε χάσει την ευκαιρία.

Ο Γιενς δεν πήγε ιππασία με τον Αλεξέι. Παρόλο που ήταν νωρίς όταν έφτασε στο μέγαρο των Σερόφ, η άμαξα της κόμισσας ήταν φορτωμένη και έτοιμη κι ο Αλεξέι καθόταν και τον περίμενε στη σκάλα της εισόδου. Πετάχτηκε όρθιος μόλις είδε τον Γιενς πάνω στον Ήρωα, μα ο αποχαιρετισμός τους ήταν σύντομος.

Η κόμισσα ήταν εκνευρισμένη.

«Δεν έμπαινε στην άμαξα πριν σε αποχαιρετίσει», γκρίνιαξε.

Ο Γιενς έδωσε το χέρι του στο αγόρι σαν να ήταν ενήλικος.

«Να προσέχεις τη μητέρα σου, ε;»

«Μάλιστα».

«Να μου γράφεις. Να μου πεις τι αποφάσισες να κάνεις στη ζωή σου».

«Έχω αποφασίσει ήδη. Θα γίνω στρατιωτικός».

Η καρδιά του Γιενς σφίχτηκε.

«Καλά, είναι νωρίς ακόμα», είπε. «Καλή τύχη στην καινούργια σας ζωή. Είμαι σίγουρος πως θα ξαναβρεθούμε όταν περάσει όλη αυτή η αναστάτωση».